
Poetic Nonsense
Το αίμα της καρδιάς μου
Ψίθυρος κραυγής
Κι αν αξίζει κάτι να πω είναι πως είμ' ένα σπίτι -
έν' απ' τα πολλά της θορυβώδους μεγαλούπολης.
Οι τοίχοι μου σχηματίζουν αναμφίβολα μονοκατοικία
που βουβή κι έρημη στέκει στα προάστια της πόλης -
εκεί όπου ο ήλιος ανατέλλει περιστασιακά κάποια Σαββατόβραδα
κι ύστερα χάνεται στη λήθη.
Κι έτσι σιωπηλά και διακριτικά η μονοκατοικία μου
αποτελεί τη μόνη νότα χρώματος που απομένει σε τούτη την γκρίζα πόλη.
Και το χρώμα μου είναι σίγουρα το κόκκινο -
το νιώθω ολόγυρα έτσι όπως ευλαβικά αγκαλιάζει τους τοίχους μου
και γεμίζει τ' άδεια μου σαλόνια.
Μα, σταδιακά αρχίζει να με καίει
και καπνοί αναβλύζουν απ' τη σκουριασμένη καμινάδα.
Μα οι καπνοί μπερδεύονται με το νέφος της πόλης, γίνονται ένα,
μόνο για μια στιγμή, κι έπειτα χάνονται στη λήθη
μαζί με τον μόνο ήλιο που γεύτηκα ποτέ μου.
Κι εύχομαι τα πονεμένα μου θεμέλια να ξεριζωνόντουσαν
από το έδαφος που τα φυλακίζει και τότε λυπάμαι και μετανιώνω
γιατί δεν τα 'χτισα γερά.
Κι όπως οι φλόγες αγκαλιάζουν πλέον κάθε τουβλάκι
των ψηλών μου τοίχων κι ο μόνος συναγερμός που εγκατέστησα ποτέ μου
ψιθυρίζει μια μελωδία μελαγχολική
κάνω μια σκέψη δυνατά, σχεδόν γελώντας:
"Τώρα, που ολοκλήρωσα το χτίσιμο της στέγης;"
Κι οι φλόγες γελάν κι αυτές μαζί μου.
Θάνατος στη Βηθλεέμ
Καμαρώνω το γήρας·
τα νιάτα θρηνώ.
Αγναντεύω κάθε αργόσχολο λιόγερμα
μέχρι να με διακόψει κάποια βιαστική ανατολή.
Πάντα στο σινεμά
κάθομαι κι απολαμβάνω τους τίτλους τέλους
ώρες πολλές μετά το τέλος της ταινίας.
Την αρχή πάντα τη χάνω
πάντα την ξεχνώ.
Ζηλεύω τα νιάτα.
Εγώ γεννήθηκα στο τέρμα
και ψηλαφώντας στα σκοτάδια
ψάχνω το φως της αυγής
κάνοντας μοιραία κύκλους
γύρω απ' τ' άστρο που με σκότωσε στη Βηθλεέμ.
Εύχομαι μόνο να σβήσω μια μέρα πολλά κεράκια
κι η φωτιά κάποιων εξ αυτών
να μη χαθεί πριν την ευχή.
Να προλάβω κι εγώ
να νοσταλγήσω και να μελαγχολήσω
γι' αυτά που φύγαν·
γι' αυτά που χάθηκαν·
όχι γι' αυτά που ποτέ δεν ήρθαν.
Όταν σου 'χουν δώσει ένα μαχαίρι στο χέρι
Όταν σου 'χουν δώσει ένα μαχαίρι στο χέρι
κι ας είναι τυλιγμένο με μετάξια και κορδέλες
όταν το ξετυλίξεις πάλι μαχαίρι θα 'ναι.
Δε σε παρότρυναν, δε σε προέτρεψαν, δε σε συμβούλευσαν.
Αυτοί μόνο ένα μαχαίρι σου 'δωσαν:
Από 'κει και πέρα το τι θα το κάνεις δικό σου καπέλο.
Πρόβλημά σου αν θα το πάρεις και το καρφώσεις
στο στέρνο σου με τη μία.
«Μα αυτοί μου το 'δωσαν».
Δικαιολογίες για τους αδύναμους,
μικρός δεν ήσουν, ήξερες πολύ καλά τι έκανες.
Δικαίωμά σου κι αν το πιάσεις γερά απ' τη λαβή
κι αρχίσεις να λαβώνεις τους εχθρούς σου.
(Μην ξεχνάς: παιχνίδι επιβίωσης είναι! Τι, όχι;)
Δύναμή σου αν το πετάξεις στον υπόνομο,
προτού προλάβει να πληγώσει κανέναν.
Μαγκιά σου αν το πιάσεις από τη λεπίδα
(Το ξέρω, μη φοβάσαι, πού να ήξερες τι κρυβόταν
πίσω απ' τα μετάξια κι απ' τις κορδέλες;)
και μ' αυτό πορευτείς στη ζωή σου γιατί μόνο αυτό σου δόθηκε.
Δεν πειράζει που δεν το άφησες, κι ας σε πλήγωνε, το ξέρω,
ήθελες κι εσύ κάτι να σου ανήκει: μαχαίρι σου 'δωσαν, μαχαίρι κράτησες.
Δεν πειράζει που συχνά-πυκνά άνοιγε η πληγή κι έτρεχε άφθονο, ρέον το αίμα
και σε βλέπαν οι άλλοι μεσ' στα αίματα.
Τι κι αν μολύνθηκε η πληγή και σε 'ριξε κάτω - ίσως και οριστικά.
Όταν σου 'χουν δώσει ένα μαχαίρι στο χέρι
Μαγκιά σου να το πιάσεις όπως μπορέσεις
κι ας είναι κι από τη λαβή.
Έτσι, για να μάθεις
άλλη φορά να μην το απλώνεις τόσο απλόχερα το χέρι σου.
Το δηλητήριο
Δυο χέρια απλώθηκαν στη σιγαλιά
κι εγώ άνοιξα τα μάτια
για πρώτη φορά μετ' από τόσα χρόνια.
Χέρια δεν είδα·
είδα νύχια.
Δέκα νύχια γαμψά
να γέρνουν απειλητικά
προς την αφέλεια της καχύποπτης αθωότητάς μου
και δάχτυλα τραχιά
να σφραγίζουν τον λαιμό μου
με τέτοιον τρόπο
που κι αν πάντοτε κρυφά ορεγόμουν
κρύφτηκε καλά
σε κάποιο σφαλιστό αραχνοΰφαντο συρτάρι
ξεχασμένου ονείρου παιδικότητας κλεμμένης.
Χέρια δεν είδα·
είδα φίδια
να με τυλίγουν ύπουλα
με τη λαχτάρα χαδιού απαλού
σε κορμί από αιώνες ανέγγιχτο.
Γι' αυτό ποτέ δεν έδωσα φιλί:
περίμενα πάντα,
από στιγμή σε στιγμή,
το δηλητήριο.
Το στοιχειό
Τα πνεύματα μιλούν στο σκοτάδι.
Συνομιλούν συνειρμικά, συνωμοτικά.
Διαλαλούν γελώντας αλήθειες
οικουμενικές κι αναπόφευκτες,
υποστηρίζοντάς τες με τίποτα περισσότερο
από την ακράδαντη μαρτυρία
της άυλης, απούσας παρουσίας τους.
Κι εγώ αραγμένη στο κρεβάτι μου,
προσπαθώ να χωρέσω ανάμεσά τους,
να παντρέψω τη σταθερά του θανάτου
με τη ματαιότητα της ζωής.
Και στη σιγαλιά που γεννά το έρεβος -
σπάνια ανάβω πλέον λάμπες, ή έστω ένα μικρό κερί,
αφήνομαι στην απεραντοσύνη που το σκότος υποθάλπει -
αποτελώ λες τον σιωπηλό συντονιστή μιας συζήτησης
που το πόσο άμεσα κι οριστικά με αφορά
θα το συνειδητοποιήσω
μόν' όταν θα είναι πλέον αργά.
Κι όταν έχουν πια όλα ειπωθεί -
αν είναι ποτέ δυνατόν για ένα θέμα
τόσο απέραντο -
ένα πνεύμα (απ' τα γηραιότερα και σοφότερα)
θα σημάνει τη σιωπή
με το χτύπημα των χεριών του -
χτύπημα κοφτό, εκκωφαντικό -
σημαίνοντας συνάμα
την έναρξη ενός χορού τελετουργικού.
Είναι χορός ζευγαρωτός (μα να μην τη χωράει
ούτ' ο θάνατος τη μοναξιά;)
μα μέχρι τη μέση του καθένας
έχει αλλάξει κάμποσα ζευγάρια, μόνο
για να καταλήξει στο τέλος μόνος -
θάνατε, γιατί μοιάζεις τόσο στη ζωή,
σ' το απαγορεύω!
Ιστορία τρόμου
Ένα φάντασμα μου κλέβει
τις πιο ένδοξες στιγμές μου.
Ένα άυλο, άτιμο αερικό
κοπανάει με μανία
τα τελευταία εναπομείναντά μου παραθυρόφυλλα.
Κι εγώ θέλω να του ανοίξω
γιατί έξω κάνει κρύο.
(Πάντα τους χειρότερους εφιάλτες μου
τους ντύνω με χειμώνα.)
Κι εγώ θέλω να το αφήσω να στοιχειώσει
ό,τι απ' το βλέμμα μου μένει ακόμη ακέραιο.
Ποιος ξέρει;
Ίσως τελικά εγώ να το ζεστάνω
με τη φλεγόμενη καρδιά μου
ή να το στοιχειώσω
με τις ιστορίες που με νανούριζαν παιδί.
Δεν το φοβάμαι πια
από τότε που το ζωγράφισα σ' ένα χαρτί
και το 'δα μπρος στα μάτια μου
να παίρνει τη μορφή μου.
Κι αν μένω κλεισμένη μέσα στο κελί
που η ίδια μου 'χω φτιάξει
από φόβο δεν είναι·
είναι που έχασα το κλειδί
κι έχω προ πολλού σπάσει το καλούπι.
Συνειδητοποίηση
Μόνο εσύ μού 'μεινες.
Κόσμος γύρω μου πολύς:
έρχεται φεύγει
χάνεται ή ξανάρχεται
δίνει παίρνει ζητά διεκδικεί.
Παίρνει παίρνει.
Κι εγώ δίνω.
Ό,τι μου ζητήσουν δίνω
δίχως περίσκεψη ή ενδοιασμό.
Τα πάντα δίνω
κι ούτε αντίρρηση φέρνω.
Όλα ελάτε και πάρτε τα
σα να μη μου άνηκε τίποτα ποτέ.
Κι αν πάλι δε σας φτάσανε
άλλα να δώσω δε μου 'μειναν πολλά:
αυτή η βασανισμένη μου καρδιά
το κουρασμένο μου μυαλό
κι ένα κουβάρι το σώμα μου σε μια γωνιά.
Άμα σας κάνουν ελάτε πάρτε τα κι αυτά.
Πείτε μου μόνο τι ώρα σας βολεύει
να φροντίσω να τα 'χω έτοιμα, πακεταρισμένα.
Μόνο μια χάρη κάντε μου
κι αφήστε μου για πουρμπουάρ
το χέρι μου τ' αριστερό.
Αγώνας σικέ
Τρέχω σ' έναν μαραθώνιο
με αλυσίδες στα πόδια·
Ιούλιος μήνας
κι όλοι γυρεύουν την αγκαλιά μιας σκιάς
να ξαποστάσουν.
Κι εγώ είμαι η σκιά
που στοιχειώνει
κάθε ξέγνοιαστο καλοκαίρι
και βάφει μαβιά
κάθε ελπιδοφόρα αυγή.
Ίσως οι μεγαλύτεροι εφιάλτες που είδα
για άλλους να 'ναι ποίημα.
Ίσως η ακμαιότερη άνθηση που πέτυχα
για άλλους να 'ναι χώμα.
Ίσως η φωτιά που με καίει
να ήθελε απλά να ζεστάνει
ένα άψυχο πια σώμα.
Ίσως κάποτε τα χέρια που με ορίζουν
και δεμένα κρατούν τα πόδια μου σε άγονο έδαφος
να 'ναι τα ίδια
που κρατούν σφιχτά αυτό το στυλό
και προφέρουν λέξεις ξένες στο μυαλό μου
σε μια διάλεκτο που μου έμαθε
ο πιο φρικτός μου εφιάλτης
ή η πιο ντροπαλή μου ελπίδα.
Ίσως τα ίσως
μια μέρα να βγάλουν φωνή
και να με βρίσουν με μίσος
ή απλά να με πνίξουν.
Άνευ σημασίας·
αυτό που μετρά
είναι να μη σβηστούν
οι λέξεις που χάραξα στην άμμο
και να φυσήξει αέρας δυνατός
να παρασύρει τον ψίθυρό μου
και σ' άλλα ανυποψίαστα αυτιά:
«Βοήθει...»
Απόπειρα διάσωσης
Ήθελες να με σώσεις
μα δεν ήξερες
πως εγώ ήμουν κόρη του χάους
όχι θύμα του.
Εσύ ήσουν πλασμένος από χώμα·
εγώ από στάχτες.
Εσύ τρεφόσουν με παρθένα συναισθήματα·
εγώ με δηλητηριασμένα μήλα.
Εσύ πατούσες στη γη με τα δυο πόδια·
εγώ είχα ένα πόδι βουλιαγμένο στη λάσπη
κι ένα να αιωρείται γύρω από μαύρα σύννεφα.
Ήθελες να με σώσεις
μα δεν ήξερες
πως εγώ ήμουν μάνα του χάους
όχι κόρη του.
Σκόρπια
Ο ήλιος δύει, η νύχτα κοντεύει.
Το όνειρό μου μαζί του κλέβει.
Μα δε με νοιάζει, δε με πειράζει:
είναι η νύχτα που με τρομάζει.
Γιατί τη νύχτα, η κάθε αλήθεια
βγαίνει στο φως να σημάνει την ήττα.
Κι εγώ μένω μόνη, στο κρύο σαλόνι
γράφοντας στίχους, κρατιέμαι από μύθους.
Άραγε το δικό μου παραμύθι
για πόσο ακόμη θα με σώζει απ' τη λήθη;
Και είναι αργά για τόση μοναξιά
μα είναι και νωρίς για κάποιο "εμείς".
Έτσι το κρύο μου τρώει τον βίο,
ανοίγει πληγές και φέρνει εμμονές.
Κι είναι κρίμα, μετ' από τόσο κύμα
προσμένει κανείς κάποιο χαρμόσυνο σήμα.
Μα η ευτυχία, παράλληλή μου ευθεία:
πάντα κοντά, δίχως ποτέ να μ' ακουμπά.
Κάποιοι άνθρωποι είναι πλασμένοι
μεσ' στο σκοτάδι να 'ναι κλεισμένοι.
Δυσκολίες
Είναι ορισμένες φορές που η Γη ολόκληρη
δεν χωράει τον πόνο σου·
κι όμως άνετα θα χώραγε σε μια στοργική αγκαλιά.
Φορές που η ψυχή σου μπουκώνει από τα δάκρυά σου
κι αντί να τα ωθήσει προς τα έξω αποδιώχνει τα γέλια σου.
Υπάρχουν στιγμές που 7,5 δισεκατομμύρια δεν αρκούν
κι ας είν' έτοιμα να ξεχειλίσουν.
Ενίοτε οι νύχτες στον πλανήτη μου διαρκούν τόσο
όσο και η πάσχουσα παιδική μου ηλικία:
απελπιστικά, κουραστικά πολύ.
Τόσο, που θα ήλπιζε κανείς πως θα έβλεπα κάποτε και λίγο ήλιο:
και δεν μιλάω για ανατολή, όχι αιθεροβάμων
πότε δεν υπήρξα (αρκετά).
Μόν' ένα λιόγερμα λαχταρούσα, να προλάβαινα
την τελευταία αχτίδα του ηλίου
πριν πεθάνει ξανά απ' την αρχή.
Γιατί στις νύχτες μου μόνο ο ήλιος με καταλαβαίνει,
μόνο αυτός πεθαίνει μαζί μου.
Θυσιάζει τη ζωή του επανειλημμένα
για λίγες κάλπικες ώρες λάμψης το πρωινό.
Και στη ζωή μου έχω θυσιαστεί κι εγώ πολλές φορές.
Μα όχι, δεν αναφέρομαι στο φεγγάρι μου, όχι,
η θυσία μου προοριζόταν για κάθε μικρό και ξέθωρο αστέρι
του αχανούς ουρανού.
Κι όλ' αυτά για να τους χαρίσω λίγες στιγμές λάμψης.
Λένε πως τ' αστέρια που βλέπουμε στον ουρανό
ζούσαν εκατοντάδες χρόνια πριν
και τώρα έχουν πια πεθάνει.
Λογικό· εγώ πάντα χαραμιζόμουνα σε σκοπούς, αξίες κι ανθρώπους
που έχουν προ πολλού σβήσει.
Κι ήθελα εντέλει μετ' απ' όλ' αυτά δίπλα μου
ένα συννεφάκι· όχι για να με σώσει, όχι βέβαια.
Έτσι, για λίγη συντροφιά. Να στέκεται στο πλάι μου
και να με κρύβει λίγο, για να μη φαίνονται τα δάκρυά μου
που πέφτουν στη γη σαν σταγόνες φωτός.
Κι όλ' αυτά μόνο κατά την ανατολή:
το ξεκίνημα είναι πάντα το πιο επώδυνο.
Από 'κει και πέρα έλαμπα και μόνη μου.
Μόνη μου πάντα επέλεγα ν' ανατέλλω και να δύω
όχι γιατί είναι εύκολη η μοναξιά,
αλλά γιατί η εγκατάλειψη είναι δυσκολότερη.
Εμφύλιος
Στο τέλος κάθε πολέμου, ένα είναι σίγουρο: πάντα
κάποιος θα βγει νικητής.
Τι γίνεται όμως όταν ο πόλεμος που διεξάγεις
είναι εμφύλιος;
Όταν είσαι εσύ εναντίον του εαυτού σου;
Ποια πλευρά θα νικήσει;
Γίνεται αλήθεια να υπάρξει νικητής;
Πώς μπορεί κάποιος να θεωρηθεί νικητής, όταν
έχει μόλις χάσει ένα μέρος του εαυτού του;
Πώς να ξεπεράσει κανείς, πώς ν' αγνοήσει
τις παράπλευρες απώλειες, όταν ουσιαστικά
είναι κομμάτια από την ψυχή του;
Και ο χαμένος; Αυτός τι γίνεται; Απλώς ξεχνιέται;
Τον τιμάμε στις παρελάσεις; Τον θάβουμε με τιμές
και τον δοξάζουμε ως ήρωα, αφήνοντας στην άκρη
το γεγονός πως η ύπαρξή του χαραμίστηκε;
Όχι, δεν χαραμίστηκε.
Θυσιάστηκε.
Κουβέντα βαριά η θυσία.
Δεν είναι για πολλούς. Ούτε και για πολύ.
Όμως, φτάνει και περισσεύει για όσο διαρκέσει.
Εύχομαι μόνο η θυσία μου να μου φτάσει,
όχι πολύ, ίσα-ίσα ώσπου να με δω να αναδύομαι
ανάμεσα από τα πτώματα των παλιών μου εαυτών
και το σπαθί μου να γεμίζει αίμα.
Ακόμη κι αν αυτό το αίμα είναι το δικό μου.
Δεν πειράζει. Θα μου αρκεί που πολέμησα.
Τι κι αν έπεσα με τη μία; - πλέον οριστικά.
Εγώ, μια φορά, τη φόρεσα την περικεφαλαία μου,
κι ας ήταν βαριά για το κεφάλι μου.
Κλεφτές ματιές
Το παραθύρι της ψυχής μου είναι πλέον κλειστό.
Πλέον; Τι θα πει πλέον; Σάμπως άνοιξε και ποτέ;
Το μόνο άνοιγμα που είδε ήταν κλεφτές ματιές
από τα στόρια· και φοβάμαι πολύ να μάθω
τι να βρίσκεται άραγε πίσω απ' αυτά τα σκονισμένα στόρια.
Κι όμως οι ακτίνες του ήλιου που καταφέρνουν
και διαπερνούν την κλεισούρα του μαύρου μου δωματίου
προσπαθούν να με πείσουν πως ίσως εντέλει
η απόδραση αξίζει.
Μα το έρεβος βάφει με το μαύρο του την σκέψη μου
και τη στοιχειώνει.
Και μένω μόνη ανάμεσα στους τοίχους μου ν' αναρωτιέμαι:
για ποια απόδραση άραγε να προσπαθεί ο ήλιος να με πείσει;
Γι' αυτήν προς το φως ή το σκοτάδι;
Κι αν - λέω αν - το τολμήσω και αδράξω τις ακτίνες φωτός
και αφεθώ σαν να ταλαντεύομαι στο χείλος ενός γκρεμού
κρατώντας ένα σχοινί,
πώς ξέρω άμα θ' αντέξει το βάρος μου;
Κι αν σπάσει το σχοινί και ξαναβυθιστώ στο σκότος μου;
Θα το αντέξω;
Βλέπεις είναι δύσκολο να συμβιβαστείς με το σκοτάδι
όταν έχεις γευτεί το φως.
Μα, κατά βάθος, το γνωρίζω, στο τέλος
θ' αφεθώ. (Σάμπως όλοι κρυφά αυτό δεν επιθυμούμε;)
Ναι, θ' αφεθώ, γιατί μια στιγμή φωτός αξίζει
το σκοτάδι όλου του κόσμου.
Λούπα
Άλλη μια μέρα
μεταφέρω το κουφάρι μου
σε νέο έδαφος.
Άλλη μια μέρα
χαραμίζω τη ζωή μου
χάριν φόβου και ανικανότητας.
Εδώ είμαι μόνο εγώ.
Μια θέση δίπλα μου κενή,
να μου θυμίζει όσα πάντα ήθελα,
όσα ποτέ δεν μπόρεσα.
Και το μυαλό μου
τριγυρισμένο από μαύρα σύννεφα.
Τα μάτια μου κλειστά.
Τα μάτια μου δεν βλέπουν.
Ποτέ δεν έβλεπαν.
Το χέρι μου τρέχει.
Τρέχει να προλάβει να γεμίσει την απόσταση
που τα ξεφτιλισμένα μου πόδια
ποτέ δεν είχαν το θάρρος να καλύψουν.
Κι όλοι οι άλλοι δυο βήματα μπροστά.
Ή δυο γαλαξίες, δεν είμαι σίγουρη.
Δυο λέξεις απόσταση.
"Είμαι εδώ".
Μα πώς να ισχυριστώ παρουσία
την ώρα που πουθενά δεν είμαι;
Πώς ν' ανοίξω μια πόρτα,
άμα κανείς δεν την έχει χτυπήσει;
Κι αν τη χτύπησε,
παράπονα όχι σ' εμένα,
βρείτε τα με τη γερή ηχομόνωση.
Και θέλω για μια φορά
να πω τα σωστά πράγματα,
να παίξω με όμορφες λέξεις,
με στέρεες σκέψεις,
να χορέψω στο σωστό ρυθμό.
Αλλά δεν έχω καμία αίσθηση ρυθμού.
Καμία επαφή με την πραγματικότητα.
Και θέλω για μια φορά
να νιώσω άνθρωπος,
ικανός ίσως κάποτε και συνάνθρωπος,
μα το μυαλό μου είναι απάνθρωπο.
Το μυαλό μου μονίμως με παρασέρνει
σε τροχιά γύρω από μαύρα σύννεφα.
Και καταλήγω πάντα μέσα στη βροχή
να αγναντεύω κάποια πιθανή υποψία
ουράνιου τόξου...
Όλα είναι απουσία...
Όλα είναι απουσία.
Κι εγώ κάθομαι και περιμένω καρτερικά
κάποιον, κάτι να σπάσει τη σιωπή.
Μια παρουσία, έστω και εφήμερη,
έστω και περαστική,
που με πέτυχε τυχαία
στο δρόμο της προς το χαμό,
να μου ψιθυρίσει "Ξύπνα".
Να με βγάλει με τη μελωδική της προσταγή
από το σκοτάδι που όλο και με τριγυρίζει,
όλο με περικυκλώνει.
Ν' αντικρύσω κι εγώ λίγο φως
στο μισοσκόταδο.
Ή έστω (συμβιβασμός: η δεύτερή μου φύση
κι ο φίλος μου ο κολλητός, μετά πάντα
απ' το σκοτάδι και τη νοσταλγία)
να μου μουρμουρίσει
με φωνή μετά βίας υπαρκτή
"Είμ' εδώ μαζί σου",
να με πάρει από το χέρι, έστω και ασθενικά,
και να μου δείξει το δρόμο για το χαμό.
Ν' ανακαλύψουμε παρέα
νέα μονοπάτια απελπισίας.
Παρ' όλο που στο τέλος θα μ' αφήσει.
Δε με πειράζει: ο χαμός
είναι υπόθεση προσωπική·
και προσωπικά θα την αναλάβω.
Τόσα χρόνια σκάβω το λάκκο μου
με νύχια και με δόντια
ολημερίς κι ολονυχτίς
κι όμως δεν μπαίνω.
Όχι γιατί το μετάνιωσα
παρά γιατί περιμένω κάποιον
να με συνοδεύσει
ή να με ρίξει (α ρε συμβιβασμέ! ένα γίναμε!).
Ή και να με σύρει μακριά του,
να μ' οδηγήσει εκεί που κάποια - όχι όλα -
είναι παρουσία
και που η σιωπή υπάρχει
όσο πρέπει να υπάρξει,
δίχως να φθείρει δεσμούς
και να μολύνει συναισθήματα.
Κι έπειτα διαδέχεται από
λέξεις στέρεες κι αποφασισμένες:
"πιστεύω" "αισθάνομαι" "ξέρω" "οφείλω" "αγαπώ" "επιμένω"
"προσπαθώ" "προσέχω" "ελπίζω" "θυμάμαι".
Κι οι λέξεις μπουκώνουν το κενό
και δεν αφήνουν χώρο
για πνιγηρές ασάφειες
κι επικίνδυνες εικασίες:
"νομίζω" "φοβάμαι" "ξέχασα" "διαισθάνομαι" "αμφιβάλλω"
"υποφέρω".
Κι οι άνθρωποι είναι δικοί σου συνειδητά
και μόνιμα
και μια κραυγή σου
μεταφράζεται ως έκκληση βοήθειας,
συνύπαρξης
κι όχι σαν απειλή
ή αφορμή.
Κι όπου εγώ
θα είμ' εγώ
ακόμη κι αν αυτό σημαίνει
πως αργοπεθαίνω.
Δε με πειράζει ν' αργοπεθαίνω.
Φτάνει που ξέρω
πως πάνω απ' το λάκκο μου
κάποιος θα στήσει μια πλάκα
και σκαλισμένο πάνω της
θα 'ναι τ' όνομά μου
κι όχι η υπόνοια της ύπαρξής μου.
Και τα λουλούδια που θα εναποθέτουν
θα 'ναι στη μνήμη μου
κι όχι στη φαντασίωσή μου.
Ναι, κάθομαι και περιμένω τελικά
μια σχεδόν παρουσία
ν' αναγνωρίσει την απουσία μου
έτσι ώστε κι εγώ
να μπορώ πια δίχως αμφιβολίες κι ενδοιασμούς
να ενδώσω στην απουσία μου.
Φωτογραφία σε σέπια
Όλη μου η ζωή
μια φωτογραφία
καταχωνιασμένη σε κάποιο μουχλιασμένο συρτάρι.
Είμ' εγώ αγκαλιά
μ' ανθρώπους ξένους -
άλλοτε τόσο οικείους.
Τα χρώματα, τα χαμόγελα
είναι ξεθωριασμένα -
άλλοτε τόσο ζωντανά, σπινθηροβόλα.
Οι γωνίες έχουν φθαρεί,
έχουν βουτηχτεί στην ασάφεια -
κι όμως κάποτε υπήρξαν κοφτερές,
σταθερές κι απόλυτες: τα θεμέλια
μιας σχέσης ξεκάθαρης.
Μέρα τη μέρα ολοένα και φθείρεται η φωτογραφία μου,
η ανάμνησή μου η πολύτιμη,
ολοένα και απομακρύνομαι απ' αυτούς τους ανθρώπους,
προπάντων από εκείνο το κορίτσι στην άκρη
με το πλατύ, δακρυσμένο χαμόγελο (τόσο απομακρύνομαι,
που μόνη απόδειξη ότι κάποτε μπόρεσα να σχηματίσω
τέτοιο χαμόγελο, να εκφράσω τέτοια χαρά,
αποτελεί αυτή η φωτογραφία).
Κι εγώ, αντί να την πετάξω στα σκουπίδια,
να κάνω νέα αρχή σ' άλλα τοπία, μ' άλλους ανθρώπους
κάθομαι και την κοιτάζω ώρες πολλές.
Με δάκρυα στα μάτια κάθομαι κι αναπολώ
έναν δεσμό, έναν άνθρωπο
που ποτέ δεν υπήρξε,
παρά μόνον αποτυπώθηκε.
Άτιτλο
Μάταιος κόπος·
να περιφέρομαι εδώ κι εκεί
νύχτα μέρα πάλι νύχτα πάλι μέρα
και ξάφνου τελεία (άνω τελεία· για τελεία το πήγαινε αλλά...).
Ξάφνου μάτια κλειστά, βλέφαρα βαριά.
Ξάφνου χώμα.
Τι τραγωδία!
Και δε με πειράζει
που με κλαίνε και με συλλυπούνται από πάνω μου
μόν' αναθεματίζω που η λύπη τους δε με χώρεσε ποτέ
όσο ήμασταν στο ίδιο επίπεδο.
Κι ούτε μ' ενοχλεί
που είμαι πλέον μόνιμος κάτοικος του εδάφους
μόνο με πνίγει λίγο αυτή η κλεισούρα,
μου κόβει την ανάσα (κοίτα να δεις, τελικά
μου βγήκε σε καλό που δεν αναπνέω ήδη).
Διόλου δε με κόφτει που θα σαπίσει η σάρκα μου
(το φαίνεσθαι ποτέ δεν υπήρξε σύμμαχός μου ούτως ή άλλως)
απλά να, τρέμω λίγο μη σαπίσει κι η ψυχή μου.
Όσο για τα σκουλήκια, ας με καταβροχθίσουν ολόκληρη,
πλήρως αδιαφορώ, μα φοβάμαι
έτσι όπως θα τρώνε την καρδιά μου
μην πάρει η μπάλα κι αυτούς που έχω φυλάξει εκεί μέσα.
Κι ύστερα, αυτή η αποσύνθεση, θα είναι αρκετή
ώστε ν' αποσυνθέσει μαζί με το κουφάρι μου
τα τόσο σύνθετα συναισθήματά μου;
Και με την καρδιά μου φαγωμένη απ' τα σκουλήκια,
θα βρεθούν ξαφνικά τόση θλίψη, τόση αγάπη, τόση νοσταλγία
άστεγες, ν' αναζητούν το επόμενο εφήμερα ον που θα τις φιλοξενήσει.
Όχι, με τίποτα· κάψτε με:
έτσι που καρδιά, σώμα, μυαλό να γίνουν ένα
και σκορπίστε με στη θάλασσα
να φάνε τα ψάρια, να χορτάσουν και να βαρυστομαχιάσουν.
Η κούκλα
Έχω μια κούκλα πάνινη.
Την ντύνω, τη στολίζω.
Της πλέκω μακριές, ξανθές, περίτεχνες κοτσίδες.
Τη βάφω με χρώματα ζωηρά, φανταχτερά.
Την ψεκάζω με αρώματα ακριβά, ευωδιαστά.
Της ζωγραφίζω ένα χαμόγελο πλατύ, λαμπερό, χαρωπό.
Της σκουπίζω κάθε τόσο τα δάκρυά της.
Κανένα νόημα:
Μέσ' απ' το πανί, τις χρυσαφένιες κοτσίδες,
τα χαμόγελα τα ψεύτικα
και τα δάκρυα τ' αληθινά,
η κούκλα είναι σάπια.
Άτιτλο
Μου 'παν θα 'σαι ο Άτλας.
Στους ώμους σου θα στηρίξουμε
όλα τα βάρη της Γης.
Κι εγώ δε μίλησα.
Μόν' έγνεψα
με τη συγκαταβατική υποταγή
κακομοίρη
που αντίκρυσε το πεπρωμένο του
(κι ας του 'πεφτε μεγάλο... πάντως δικό του ήταν).
Δεν έκανα στιγμή να φύγω.
Ούτε όταν με στριφογύριζαν
επί χρόνια στο ίδιο σημείο.
Ενώ αυτοί γλεντούσαν την ελευθερία τους.
Ενώ αυτοί γελούσαν
στην όψη της επικράτειάς τους.
Κι εγώ μέσα στον πανικό
κατάφερα κι ελευθέρωσα ένα χέρι.
Όχι για να ελευθερωθώ.
Μόνο για να γράψω.
Κι εγώ μέσα στην ταραχή
της ουδέποτε ατάραχης ύπαρξής μου
κατάφερα κι ελευθέρωσα ένα πόδι.
Όχι για να φύγω.
Μόνο για να πλατσουρίσω
σε βαθιά λασπόνερα
μακρινών κι ακατανόητων συνειρμών.
Σε λίμνες βαθιές
όσο η ματαιότητα της ύπαρξής μου
και η αφέλεια της πιο στερνής μου σκέψης.
Και να εξατμιστώ μια μέρα
σε βέβαιο θάνατο
στεναγμών
ή ελπίδων.
Άτιτλο
Δε θα βρω ποτέ τα λόγια
που να μιλάνε για τις τρικυμίες της καρδιάς μου.
Πάντα θα τα σκεπάζει μια ζεστή κουβέρτα
κεντημένη με αγκάθια.
Δε θα βρω ποτέ τις σκέψεις
που να φέρνουν το χαμόγελο στα χείλη μου.
Πάντα θα τις αποσιωπούν οι "άλλες",
αυτές που μου λένε να παραδοθώ.
Κι εγώ θέλω να φωνάξω "Παραδίνομαι"
αλλά δεν ξέρω πώς, σε ποιον
και κυρίως υπό ποιες προϋποθέσεις.
Ίσως οι λέξεις που μου κρύβονται
κάτω από γαλήνιες κουβέρτες
να μου χαρίζουν
μαχόμενες την αλήθεια
αυτή την εύθραυστη κλωστή
όπου χρόνια κατοικώ,
σταθερά ταλαντευόμενη.
Ίσως το ξέρουν,
τους τ' αποκάλυψε
κάποιο μουλωχτό παραθυράκι του μυαλού μου
πως το βάρος τους
είναι βαρύ για την εύθραυστη ισορροπία μου.
Το αίμα της καρδιάς μου
Εσύ πήρες μαχαίρι
και ξεδιάντροπα το κάρφωσες
στη γυμνή μου πλάτη.
Εγώ το τράβηξα,
του κόλλησα ένα φτερό
για να το ξανακαρφώσω
στη ρακένδυτή μου καρδιά
και το αίμα να χύνεται
σε λευκές σελίδες
σε σχήματα αποτρόπαια.
Το αίμα της καρδιάς μου.

Στον "Εσύ"
Έκλειψη
Φεύγοντας
κρέμασα στον τοίχο έναν πίνακα:
είχ' ένα μουντό χαμόγελο μ' ένα ξέγνοιαστο δάκρυ στην άκρη του.
Έσβησα και τις μουτζούρες μου απ' τον τοίχο
(άλλωστε πάντα τις περιφρονούσες).
Ξήλωσα τις νότες από τις κουρτίνες
(τόσος θόρυβος για το τίποτα!).
Άδειασα τα ράφια στη βιβλιοθήκη
(τι το 'θελα τόσο βάρος; μόνο όγκο που έκλεβα!).
Ξεσκόνισα κι εκείνα τα σκουριασμένα μου τεφτέρια
(καιρός να ζωντανέψουν πια, δε βρίσκεις;).
Έμεινες μόνο εσύ:
τα μπαλόνια, η κάβα, τα εισιτήρια...
Έκλεψα και τη σελήνη απ' το κεφαλάρι του κρεβατιού:
μόνος ας μένει τώρα ο ήλιος ώσπου να τελειώσουν
οι άναστρες βραδιές.
Όλα τώρα μοιάζουν λες και φεγγάρι
τούτο το σπίτι ποτέ δεν είδε·
μόν' ένας πίνακας στριμωγμένος πλάι στο μαυροκούτι σου
αναδυόμενος την ευωδιαστή αποφορά του αρώματός μου
μαρτυράει πως κάποτε χωρέσαμε.
Η ανύπαρκτη συνύπαρξη
Ανάθεμα
που δεν μπορέσαμε ποτέ να υπάρξουμε.
Και τι θα πει υπάρχω;
Πώς ορίζεται;
Αν όχι
«αναπνέω»
«σκέφτομαι»
«αισθάνομαι»
«δρω».
Ένα μικρό συνονθύλευμα στο ενδιάμεσο
επεισοδίων βαφτισμένων στην καλύτερη
«αλληλεπιδράσεων».
Κι έπειτα
εσύ συνεχίζεις να υπάρχεις
και χωρίς εμένα
κι εγώ συνεχίζω ν' αναπνέω
και χωρίς εσένα.
Ανάθεμα
που δεν μπορέσαμε ποτέ να συνυπάρξουμε.
Η αγκαλιά σου
Άνοιξες τα χέρια σου.
«Έλα» μου είπες.
Πιο πολύ προσταγή
από κάθε ποτέ παράκληση.
Ήρθα.
Απλά, αυθόρμητα, φυσικά.
Επιτέλους ένα στέρνο
μεγάλο αρκετά να με χωράει.
Μ' έκλεισες στην αγκαλιά σου.
«Μείνε» μου είπες.
Τρυφερά, στοργικά,
σφιχτά.
Δεν έφυγα.
Επιτέλους μια θηλιά
μικρή αρκετά να μην της ξεγλιστράω.
Συναισθηματικός μονόδρομος
Βγήκα τρέχοντας μανιασμένα στη λεωφόρο.
Το μυαλό μου τ' άφησα πίσω
σε κάποια θύμηση δική σου·
η καρδιά μου πατούσε το γκάζι.
Έψαξα ενδελεχώς
με τη λύσσα του απελπισμένου
με την τρέλα του ερωτευμένου
σε κάθε στενοσόκακο
που ανέδιδε τη μυρωδιά σου.
(Στάθηκε βλέπεις σύμμαχός σου
η προ ολίγου λήξασα βροχή.)
Γύρισα μάταια
όλες τις πλατείες
όλες τις υπόγειες στοές
και τα μικρά καφενεία
όπου συναντιόμαστε τακτικά
στα όνειρά μου.
Κι εκεί που άρχισα να παραδίνομαι
και να αποδέχομαι την αποτυχία (επανα)σύνδεσής μας
ξάφνου εντόπισα τις πατημασιές
που ανέδιδαν την πολυπόθητη
υπέρμετρη αδιαφορία.
Έτσι και γκάζωσα ακολουθώντας τες,
κλείνοντας και το ράδιο,
να με συνοδεύει
μόνο το τραγούδι του ενθουσιασμού
που σκάρωνε το εκστασιασμένο χτυποκάρδι μου
και πήρα απότομα τη στροφή
που θα με έφερνε επιτέλους κοντά σου
μα οι ελπίδες μου
πάλι μ' οδήγησαν
σε μονόδρομο.
Ανοίγματα
Βρήκα μια πόρτα
και γελώ·
εσύ ποτέ δεν υπήρξες
λάτρης των κουφωμάτων.
Εσύ ήξερες μόνο να σοβατίζεις
στρώμα πάνω στο στρώμα,
υπεκφυγή πάνω στην υπεκφυγή
σε τοίχους ψηλούς σαν τις ελπίδες μου
πλατιούς σαν τις σιωπές σου.
Και να τους κοσμείς
με κομψές ταπετσαρίες,
λες και καμουφλάρεται το ψέμα.
Λες και δεν ήταν μόλις χθες
που οι ουράνιες σκάλες σου
βεβήλωσαν τα εύθραυστα παράθυρά μου.
Και να 'μαι τώρα
μπροστά στο κατώφλι σου
έτοιμη να χτυπήσω το κουδούνι
ανυπομονώντας να με διώξουν κλοτσηδόν
οι αναστολές σου.
Άτιτλο
Ίσως να φταίει που σ' αγάπησα πολύ.
Ίσως να είναι που τα χιόνια
ποτέ δεν μας χαρίστηκαν.
Ίσως να είν' εκείν' η μυγδαλιά
που λαίμαργα άνθιζε στο μάτι σου
ή εκείνο το δάκρυ
που στάλαζε δηλητήριο στο γιακά μου.
Μπορεί να έφταιξα
που με το όνομά σου όριζα τη ζωή μου
και πάνω στη στάμπα σου έχτισα
τα πιο γερά μου χαμόγελα.
Μπορεί τα λόγια να 'ταν περιττά,
να 'πρεπε να μείνουν λέξεις ξέμπαρκες.
Δεν ξέρω αλήθεια πού να το αποδώσω.
Πέρα από το ότι
το μόνο που φοβόμουν
ήταν ο χαμός.
Πέρα από το ότι
το μόνο που έφερα
ήταν ο χαμός.
Χωρισμός
Ελεύθερα τα σώματα
αιωρούνται στον απόηχο
φιλιών αχαλίνωτων
βλεμμάτων υπογείως διακινούμενων.
Αλησμόνητα τα κορμιά
γιορτάζουν επετείους
με αίμα κεκτημένες.
Πλέκουν λογύδρια αναστημένα
στην καύτρα ενός τελευταίου
(κι άλλου τελευταίου, κι άλλου...) τσιγάρου.
Μικρή η ανάμνησή σου
μπροστά στον κυκλώνα που τιθασεύει το νου μου.
Παραίσθηση η επίγευσή σου
μιας περιόδου ροζ
βαμμένης απ' το χρώμα των χειλιών σου,
φασιστικά πασαλειμμένης με μπλε
από τα νοτισμένα μου αντίο...
Γυρισμός
Να φεύγεις από μένα.
Ώρες πολλές να περνάνε
μακριά απ' τη ζάλη του κορμιού σου.
Να μπερδεύω τις στιγμές που μας χωρίζουνε
με τους αιώνες που σε νοσταλγώ.
Γλυκά ν' αντιλαλούν τα βήματά σου προς εμένα
στην άγρυπνη ακοή της λαχτάρας μου,
να στήνουν χορό με την απτόητη καρδιά μου.
Να μ' εγκαταλείπεις συχνά
στην άπνοια που είναι η ζωή μακριά σου.
Να πλέκω αναμνήσεις με φαντασιώσεις,
φόβους μ' ελπίδες.
Να βλασφημώ κάθε φορά
που δυσκολεύομαι ν' ανακαλέσω
κάποιο χιλιοστό των ματιών σου,
κάποια απόχρωση της φωνής σου.
Κι έπειτα πάλι εμπρός μου να σε βρίσκω,
πιστή μετενσάρκωση του πόθου μου.
Να φεύγεις από μένα,
ώστε πάλι σε μένα να γυρνάς.
Άτιτλο
Απλώνω τα χέρια μου σε σένα.
Σε σένα που γνωρίζω, σε σένα που εμπιστεύομαι,
σε σένα, το μόνο στέρεο πράγμα που άγγιξα στη ζωή μου.
Ντύνω τη φωτιά που σιγοκαίει το βλέμμα σου
με τα σύννεφα που πλημμυρίζουν το δικό μου.
Ξεκλέβω λίγη από τη ζεστασιά σου
για ν' αναγεννήσω κάποιον ξεχασμένο χτύπο της καρδιάς μου.
Εύχομαι μόνο τα χέρια σου ν' αντέξουνε το βάρος μου.
Εύχομαι μόνο τα χάδια σου να ημερέψουν το θεριό μου
(ή έστω το θεριό μου εξημέρωση υπό τη στοργή σου να προσποιηθεί).
Χάνομαι στον ήχο της φωνής σου και αναριγώ
όταν σε βλέπω ν' ανιχνεύεις τα τελευταία εναπομείναντα ψήγματα
της δικής μου φωνής.
Χόρεψε μαζί μου στο σκοτάδι.
Περιπλανήσου για μερόνυχτα
στον αέναο λαβύρινθο της φαντασίας μου.
Θα 'μαι 'γώ, η τρεμάμενη πυγολαμπίδα
που θα σου κλείνει το μάτι στην άλλη άκρη.
Θα 'μαι 'γώ, το αεράκι που θα σου ψιθυρίζει
μυστικά κλειδιά για το σεντούκι της καρδιάς μου.
Κι αν πάλι νιώσεις ποτέ να χάνεσαι
στους βάλτους των νοσηρών συνειρμών μου,
αν κατά λάθος ξεκλειδώσεις
κάποιο υπόγειο κελί της παιδικής μου ηλικίας,
ή παραστρατήσεις ανεπανόρθωτα
από τη γενέτειρά σου ελπίδα,
μη φοβηθείς, μη μου θυμώσεις.
Σήκωσε μόνο το βλέμμα σου
στο ύψος της ελεημοσύνης μου
κι άσε με εγώ να σ' οδηγήσω στην πλησιέστερη
έξοδο κινδύνου.
Και πες μου "αντίο" κατάματα,
σαν αλλοτινός αγαπημένος.
Ή έστω φύγε σαν κλέφτης,
αρπάζοντας μαζί για λάφυρο
τη θρυμματισμένη μου καρδιά.
Ορκίσου μου μόνο να μην ξυπνήσω το άλλο πρωί
κι εσύ έχεις εξατμιστεί.
Ορκίσου μου μόνο το άλλο πρωί τα χέρια μου
να μην αγγίξουν το ναυαγισμένο μου όνειρο,
τις εξαπατημένες μου ελπίδες.
Άτιτλο
Απόψε με χαιρέτησε το φεγγάρι
κι εγώ βάλθηκα να σου γράψω ένα γράμμα,
γι' άλλη μια τελευταία φορά.
Μάταιος κόπος.
Θα 'χει πέσει κι αυτό νεκρό, προτού καν
την πρώτη λέξη προλάβω να προφέρω.
Πάνε μήνες που δεν σ' έχω δει.
Ή ίσως να 'ταν και χρόνια, ίσως και δευτερόλεπτα.
Δεν είμαι σίγουρη. Εγώ ξέρω μόνο με σιγουριά
πώς γράφεται της φωνής σου η χροιά
και πώς προφέρεται το βλέμμα των ματιών σου.
Βλέμμα τρισύλλαβο.
Ά-νοι-ξη.
Όπως όταν τα μάτια ανοίγεις
και χαιρετάς στον καθρέφτη τους τον κόσμο.
Όπως όταν αποφασίζεις να πυρπολήσεις
τις τελευταίες μου απελπισμένες άμυνες,
τις τελευταίες μου ξεχειλωμένες σταθερές,
απλώς και μόνο γιατί αποφάσισες πως σήμερα
είναι μια καλή μέρα για να φορέσεις κόκκινα.
Ή όταν γελάς προς κάποιο χιλιόμετρο
άγνωστο στη συχνότητά μου
κι εγώ βλέπω αστέρια να πέφτουν
και φύλλα να θροΐζουν
και γεμίζω δέντρα ολόκληρα
με τους αστερισμούς των συναισθημάτων μου για σένα.
Βλέμμα ανελέητα τρισύλλαβο.
Χει-μώ-νας.
Όπως όταν ανελέητα με προσπερνάει σε πλήθη
όπου εγώ μόνο μέχρι το ύψος του
προφταίνω να διακρίνω.
Ή σαν εκείνη τη φορά
που σου ψιθύρισα "Σ' αγαπάω"
και μ' έλουσε με πάγο απλά και μόνο
γιατί δεν ξέρει πιστά να μεταφράζει
τη γλώσσα του δικού μου βλέμματος.
Απλώς και μόνο γιατί δεν ξέρει
πως σε μακροχρόνιες, εκούσιες κι ομόφωνες σιωπές
γεννιούνται οι μεγαλύτερες αλήθειες.
Κι αφού εγώ σου μιλώ με σιωπές,
κι αφού εσύ ποτέ δεν έμαθες
τη γλώσσα μου να ερμηνεύεις,
άλλο τίποτα δεν έχει νόημα να σου πω,
παρά να σου μεταφέρω πως το φεγγάρι
σου στέλνει χαιρετίσματα
και να κλείσω
με μια λέξη δική μου για σένα.
Κα-λη-νύ-χτα.
Ολόψυχα στην παραδίδω,
κι ας ξέρω πως το βλέμμα σου
αδυνατεί να τη χωρέσει.
Το βήμα
Είσαι δυο θέσεις μπροστά μου.
Εσύ
Εγώ
Κι ανάμεσα
Το σύμπαν που έχτισα
με στάχτες τραύματος
και χώμα ανασφάλειας.
Δεν θα κατοικήσω ποτέ στον κόσμο σου.
Πάντα στη δύση ξημερώνει στον δικό μου τον πλανήτη.
Σε βλέπω να γελάς
και πάω να καλημερίσω ανατολή
μα με προφταίνουν τα πρωτοβρόχια.
Σε βλέπω να μιλάς
με στόμα ζωντανό.
Τι αστείο πράγματι
που ποτέ δε θα μου απευθύνει το λόγο.
Εμένα το στόμα μου το ράψανε στη γέννα.
Και προσπαθώ να σου μιλήσω με τα μάτια
μα τα μάτια σου είναι σπινθηροβόλα,
σπαρταρούν μπροστά στο κάθε τράνταγμα ζωής.
Εμένα τα μάτια μου στέκουν παγωμένα,
ρουφούν τη ζωή από κάθε κύτταρο του ήλιου.
Κι ανάθεμα
είναι δυο θέσεις μόνο!
Μια που στέκεις εσύ,
ανίδεος,
μια που ξεροσταλιάζω εγώ,
ακινητοποιημένη.
Και μια το βήμα
που δε θα κάνω ποτέ.
Έλα και κάνε εσύ το βήμα.
Φέρε μου το οξυγόνο σου
ώστε ν' αναπνεύσω άνθρωπος μια στιγμή
κι έπειτα
μ' ένα μου πισωπάτημα να σ' αφοπλίσω.
Άδειο
Φεύγεις
και όλα πίσω σου φωνάζουν,
"Εσύ" αντιλαλούν.
"Εσύ" ψιθυρίζουν τα ντουβάρια,
"Εσύ" αντανακλούν οι ώρες που έντρομες με κοιτούν.
Γιατί εσύ φεύγεις
μα οι ώρες μένουν.
Ανήμπορη παίζω μαζί τους μπας και γεμίσω το κενό.
Μα το κενό σου αναντικατάστατο
φροντίζει να μου υπενθυμίζει.
Η όψη σου πλαστογραφείται στα κρύσταλλα,
παίζει μαζί μου στις σκιές, στα τζάμια.
Η φωνή σου με τριβελίζει σαν νανούρισμα
φτιαγμένο να με κρατάει ξύπνια.
Τ' όνομά σου μπερδεύεται ανάμεσα
σ' όλες τις άλλες κούφιες λέξεις.
Τα λόγια σου φωνάζουν στο μυαλό μου,
θέλοντας λες ποτέ να μην ξεχάσω.
Λες και δεν ξέρουν.
Λες και δεν βλέπουν
πως όλα μπορώ να τα ξεχάσω,
και τ' όνομά μου το ίδιο,
πέραν απ' την μελωδική τους εγκατάλειψη.
Άτιτλο
Κι αν χάνομαι,
κι αν μπερδεύομαι στα πλήθη
εσένα δε σ' έχασα ποτέ.
Σε ξεχωρίζω πάντα
απ' των ματιών σου τη μιλιά
που αντηχεί πάνω απ' τη βαβούρα
περαστικών λοιπών αναπνοών.
Κι αν ξεχνώ
τα βήματά μου ή τ' όνομά μου
εσένα δεν ξέχασα ποτέ.
Σε θυμάμαι πάντα
απ' το γέλιο που φέρνει στα μάτια μου
μια δική σου λέξη,
ατόφια ή μισή.
Κι αν πονώ
από μοναξιά ή τραύματα γερασμένα
εσύ δεν με πόνεσες ποτέ.
Με ίαζες πάντα
με την προστασία που έντυνες το κορμί μου
δίχως καν καλά-καλά τη μορφή μου να ξέρεις.
Κι αν ζω
από πόθο, ανάγκη ή συμβιβασμό
εσένα δε σ' έζησα ποτέ.
Σε κρυφοκοίταζα πάντα
μέσ' από ένα μισάνοιχτο παράθυρο
και μου 'στελνες χαμόγελα,
στοχευμένα ή τυχαία.
Κοροϊδία
Μου πες "Σ' αγαπάω"
κι εγώ έβαλα τα γέλια.
Συγγνώμη, μην το πάρεις προσωπικά.
Απλά μου φάνηκε αστείος
ο τρόπος που αντανακλά στα μάτια μου
ο ήχος του ψέματός σου.
Θα 'ναι που ίσως πίστεψες
πως εγώ πέρασα μια ζωή
λουσμένη στη λάσπη της αυτοκαταστροφής
για να 'ρθεις τώρα εσύ
και με λίγο σάλιο
όλη μου τη βρόμα να ξεπλύνεις.
Μα πώς μπορώ και να σε κατηγορήσω;
Εσύ έβλεπες σε μένα ησυχία
και τη σιωπή μου ως υγεία μετέφραζες.
Ποτέ σου δε θα φανταζόσουν
πως εγώ στη σιγαλιά έγνεθα
ιστούς με το υποχθόνιο μυαλό μου
και πόνταρα τη στοργή σου
στο ποιος απ' όλους πρώτος θα μας αιχμαλωτίσει.
Εμένα στο πατρικό μου κελί
που τόσα χρόνια οικειοθελώς με το αίμα μου νοικιάζω.
Κι εσένα στα ερείπια που μάταια
πάσχιζες να ονομάσεις "σπίτι μας".
Άσε με λοιπόν να γελάσω
για τελευταία φορά στη σκέψη
των δακρύων που θα φέρουν στα μάτια σου
οι επόμενές μου λέξεις.
Άτιτλο
Αυτό είναι ο έρωτας.
Να σε κοιτάω
και να θυμάμαι
πως κι αύριο
πάλι θα ξημερώσει.
Να ψιθυρίζω προσευχές στο σκοτάδι
και ν' αχνοφαίνεται η μορφή σου,
χαρωπά να χαιρετά τις ελπίδες μου.
Στα μάτια σου να χάνομαι,
οι ώρες να περνούν και να 'ναι
λες και μόλις τώρα σε πρωτοκοίταξα.
Αυτό είναι ο έρωτας.
Να είσαι μακριά μου στιγμές ή χρόνια ολόκληρα
κι εγώ να είμαι πάντα κουρνιασμένη στην αγκαλιά σου.
Σαν τότε
που σε πρωτοχαιρέτησα παιδί.
Σαν τότε
που σε αποχαιρέτησα δακρυσμένη
και με άσπρα μαλλιά.
Γνωριμία
Κι ήταν μισοσκόταδο.
Και νόμιζα πως κάποια αστέρι
με είχε προ πολλού ξεχάσει.
Κι εγώ χάραζα δειλά λέξεις
στους βυθούς της ερήμου σου.
Κι ήταν απομεσήμερο.
Και ήλπιζα πως κάποιος ήλιος
ίσως θυμόταν ν' ανατείλει
κάποτε και για μένα.
Και σε βρήκα στο βάθος
μια ρηχής σπηλιάς.
Μα μόλις τον ώμο σου
σκούντησα σε αναγνώριση,
είχες ήδη προλάβει
ν' αλλάξεις τρία πρόσωπα.
Μα ώσπου να τολμήσουν
τ' ακροδάχτυλά μου δειλά
τους ώμους σου ν' αγκαλιάσουν,
εσύ με είχες ήδη στραγγαλίσει.
Δε μ' ένοιαξε·
για μένα το όποιο άγγιγμά σου
ανέκαθεν υπήρξε βελούδινο σινιάλο.
Με πείραξε όμως λίγο,
δεν το κρύβω,
το βλέμμα της απορίας σου,
καθώς τα δάχτυλά σου τύλιγες
γύρω από τη στερνή μου αναπνοή.
Με χόλωσε λιγάκι
το ξεδιάντροπο στόμα σου,
με τι θρασείς μαχαιριές
επέλεξε να μ' αποχαιρετήσει.
Δύο,
κοφτές,
και απευθείας στην καρδιά:
"Σε ξέρω;".
Ριψοκίνδυνο
Τα χέρια σου
σταλάζουνε βενζίνη
κι εγώ στην αγκαλιά σου
ένα κεράκι που σιγολιώνει.
Κατάλαβες τώρα τι εννοώ
όταν λέω πως με καίει το άγγιγμα σου;
Άτιτλο
Ήθελα να μου φερθείς όπως σε ένιωθα.
Να δω στα μάτια σου τη φλόγα που με έκαιγε
κάθε φορά που προς το μέρος μου πετούσες
υποψία ύπαρξης.
Να με ρωτήσεις τι θέλω τι προτιμώ τι μπορώ
τι αντέχω.
Να ανιχνεύσεις την υποψία κόκκινου μελανιού
πάνω στη λευκή σελίδα που ανέκαθεν υπήρξα.
Να πιστέψεις τουλάχιστον
πίσω από όσα με έπεισαν
όσα πάντα ήλπιζα,
όσα ποτέ δεν υποπτεύθηκα.
Μα είχα παραβλέψει πως εσύ δεν ήσουν παρουσία,
ήσουν μετουσίωση φαντασιώσεων.
Μα είχα ξεχάσει πως εγώ δεν είμαι άνθρωπος,
είμαι συμβιβασμός.
Άτιτλο
Στα ψέματα που με έσπρωξες,
σ' αυτά θέλω ν' αναδυθώ.
Εκεί να χάσω την πνοή μου,
μέσα στην τρέλα που αφειδώς με κερνάς.
Στο χάος που έντυσες τον από κοινού βίο μας
θέλω να ξοδευτώ.
Σκουπίδι να καταντήσω,
αναλωμένη στην πιο φθηνή αμαρτία
που έχει να προσφέρει το λατρευτό σου κορμί.
Και να σου πω κι "ευχαριστώ" για το χώμα που έφτυσες
λάσπη να κυλιστώ.
Μόνο για σένα
μπορώ τόσο χαμηλά οικειοθελώς να πέσω.
Μόνο για σένα και για κάθε μάτια
όπου βρίσκω κρυμμένο τον εσένα.
Συνάντηση
Θα 'θελα κάπου, κάποτε
να ξαναβρισκόμασταν
μαζί.
Και τότε
να 'σαι σίγουρος
πως θα 'χα πολλά να σου πω:
για έρωτα·
αυτό το θείο συναίσθημα
που απλόχερα μοιράζουν
σε συσσίτια επί πληρωμή
κάτι ματσωμένοι τηλεοπτικοί παραγωγοί
σε πεινασμένους για συναισθήματα
κι άστεγους από σχέσεις.
Και που πρόστυχα το μεταφράζουν
πάνω σε σεντόνια
γραμμένο με μελάνι από ιδρώτα
διαρκείας μιας βραδιάς
κάτι τυχοδιώκτες "εραστές" (σ' ελεύθερη μετάφραση).
Γι' αλήθεια·
απ' αυτήν που σ' ανυψώνει
μόλις την ασπαστείς
όπως η θηλιά τον κρεμασμένο.
Μα και για ψέματα·
όπως "δε σε θέλω πια", "σε ξέχασα",
"άφησέ με"
που νοερά μου φωνάζω
τα βράδια πριν κοιμηθώ,
ενώ ταυτόχρονα εύχομαι
να σε συναντήσω απόψε
σε κάποιο όνειρό μου
(ή και εφιάλτη, μεγάλο το τίμημα
με αντάλλαγμα λίγες κάλπικες στιγμές
της παρουσίας σου).
Για νοσταλγία·
τόσο χειροπιαστή
που μ' αυτήν κοιμάμαι αγκαλιά τα βράδια.
Κι όταν βρέχει
χαζεύουμε αγκαλιά τη βροχή
μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο.
Για πόνο·
οξύ και ψυχικό.
Τόσο οξύ, τόσο ψυχικό· πλέον σχεδόν σωματικό.
Και για αγάπη,
προπάντων για αγάπη
παραπονιάρα
γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να βαφτιστώ "αγαπημένη σου".
Παρ' όλ' αυτά,
απόψε εγώ,
έστω αυθαίρετα, δογματικά κι αυταρχικά,
σε βαφτίζω "αγαπημένο μου"
και "Καληνύχτα" σου λέω "αγαπημένε μου"
προτού αποκοιμηθώ για πρώτη
(και τελευταία) φορά στην αγκαλιά σου.

Οικογενειακό κάδρο
Ευθύνες
Σε βάζουν κάτω, σε δέρνουν αλύπητα
κι έπειτα σε χλευάζουν, γιατί τόλμησες να κλάψεις
κι έπειτα σε βρίζουν, γιατί τόλμησες να μελανιάσεις
κι έπειτα σε χαστουκίζουν, γιατί τόλμησες να αιμορραγήσεις.
Σου τρώνε κομμάτι το κομμάτι, μέρα τη μέρα, την καρδιά σου
κι ύστερα σε κατηγορούν: έχεις γίνει, λέει, άκαρδη
κι ύστερα σε καταδικάζουν, γιατί τόλμησες - άκου να δεις! -
να περιμαζέψεις μερικά ψιχουλάκια
να 'χεις να τσιμπολογάς
όσην ώρα - κι είναι πολλές οι ώρες - προβάλλεται σε επανάληψη
η θηριωδία τους.
Σου φωνάζουν κάθε μέρα εμψυχωτικά την αποτυχία σου
και μετά σε ξεγράφουν γιατί τόλμησες να πιστέψεις αυτούς
κι όχι τη δική σου εσωτερική φωνή - όσο γι' αυτήν
σ' την είχαν κλέψει πρόπερσι μια μέρα που ξέχασες ανοιχτό το παράθυρο
αλλά δε βαριέσαι, μετά από ένα διάστημα το έγκλημα παραγράφεται.
Αλλά αυτά μη σε νοιάζουν εσένα:
φταις εσύ που είσαι ... τολμηρή;
Γυναικοκτονία
Ένα παρατημένο σκουπίδι
σε μια σκουριασμένη παιδική χαρά
(κι όμως άλλοτε τόσο μελωδικά θρηνούσε η τραμπάλα...).
Δυο χέρια τρυφερά
τυλιγμένα γύρω από λαιμό τραχύ
ή και το αντίστροφο.
Ένα σημείωμα
επί χρόνια προαποφασισμένο
με αυθόρμητα ξεσπάσματα αναβολής.
Ένα εισιτήριο
πολύ δειλό (ή ακριβό...) για να επικυρωθεί.
Και φωνές
φωνές
πολλές φωνές
ανδρικές
κι ας ήσουν, γαμώτο, γυναίκα!
Είμαι σ' ένα σπίτι άδειο...
Είμαι σ' ένα σπίτι άδειο.
Κενό από λέξεις,
ξοδεμένο από σκέψεις
ντόπιες ή αλλότριες.
Μέρος βουβό,
παλλόμενο από τίποτα
πέρα από τον απόηχο χαμένων ελπίδων.
Πλανεύτρες ελπίδες·
μόνο κάτι μισά χαμόγελα
(τ' άλλα μισά δάκρυα)
και γέλια χειροποίητα
μα όχι χειροπιαστά.
Μέρος σιγής και αναπαύσεως.
Ένα νεκροταφείο χαμένων κοριτσιών
με ίδια πάντα δάκρυα
μα εναλλασσόμενα χαμόγελα.
Μέρος πάνω απ' όλα σκιερό.
Σκιές αναρριχόμενες
από την ζωοδόχο μου ουσία,
συσσωρευμένες στις ρωγμές των τοίχων:
τα μόνα διαπιστευτήρια
ενοίκων προ πολλού φυγάδων.
Τόσο αδιάκοπη ησυχία
τόσο παρατεταμένη σιωπή
κι όμως δεν γνώρισε ποτέ γαλήνη.
Μόνο υποσχέσεις
κάποιας πιθανής ανακαίνισης.
Αλλά κανείς ούτε που διανοήθηκε
να αναμετρηθεί με τη μούχλα στο πατάρι.
Κανείς ποτέ δεν άκουσε τις κραυγές από το υπόγειο.
Τουλάχιστον προικίστηκε με καλή ηχομόνωση.
Έτσι που θέλω καταμεσής της σάλας να σταθώ
μπροστά στο τζάκι που κατακαίει κλεμμένα μου όνειρα παιδικά
και να φωνάξω «Βοήθει!» (το «α» θα χάθηκε σε κάποιο ελπίδας σύνδρομο
στερητικό)
ή έστω ν' ανοίξω την πόρτα στ' αδέσποτα (τζάμπα κόπος·
γίνονται καπνός άμα δεν τα ταΐζεις)
ή εν τέλει να πέσω απ' το μπαλκόνι
αν δεν ήξερα ήδη
πως ουδεμία ελπίδα υπάρχει
σε κάτι στέρεο να βρεθώ·
θα χαθώ στο κενό παραδομένου πειρασμού.
Αλλά δε βαριέσαι, την ξέρω καλά τη φυλακή μου:
Είμαι σ' ένα σπίτι άδειο.
Κι είμ' ένα σπίτι άδειο.
Μάνα
Θέλω να σου πω
"μου λείπεις"
αλλά η ανέκαθεν απουσία σου
ουδέν τεκμήριο υπέρ μου προσφέρει.
Μου λείπει το βλέμμα σου,
αυτή η λεπίδα που κάρφωνε
την απανταχού ανασφάλειά μου.
Μου λείπει η αγκαλιά
που ως χρωστούμενο σου πρόσφερα
για μια γέννα απούσας συναίνεσης.
Κι αυτή η σιωπή
που ακατάπαυστα τάιζα την οργή σου.
Μου λείπει να μη με ξέρεις
και να μην ξέρω αν νιώθω
παράπονο ή ανακούφιση.
Μου λείπεις ολούθε,
μα μόνο για μια φορά.
Για μια τελευταία γλυκιά φορά
θέλω με την αγάπη σου
να με στραγγαλίσεις.
Καταδίκη
Τρίβω τις φλέβες μου με χλωρίνη
ν' απαλλαγώ απ' την κατάρα,
μα το πεπρωμένο μου
αεικίνητα
χαραγμένο στα μάτια μου στέκει.
Οικογενειακό κάδρο
Η οικογένειά μου είναι άστεγη.
Ζει πίσω από ημιδιάφανες κουρτίνες
και πάνω σ' αναμμένα κάρβουνα.
Τα βράδια χορεύουμε ξέφρενα
ο ένας πλάι στον άλλο.
Και τα πρωινά
παίρνουμε μαζί το πρωινό μας:
ρουφάει ο ένας το αίμα του άλλου.
Τα μεσημέρια είναι ώρα σιγής
κι έτσι αφήνουμε στον πάγκο τα μαχαίρια μας
μα σαν πέσει ο ήλιος
και ξυπνήσουν οι μουσικές της πόλης
το πάρτι συνεχίζεται
από 'κει που διακόπηκε.
Αν είσαι τυχερός
θ' ακούσεις τον αντίλαλο
πίσω απ' τις κουρτίνες.
Μόνο μην το πεις στη μαμά μου:
θα τη σκότωνε.
Ούτε στον αδερφό μου:
θα με σκοτώσει.
Αν θες πες το στον μπαμπά μου:
με σκοτώνει κάθε μέρα
από απόσταση τριών ετών φωτός.
Η οικογένειά μου ζει στα χαλάσματα
της κατακερματισμένης μας
οικογενειακής φωτογραφίας.
Και είναι άστεγη·
όχι γιατί δεν έχει σπίτι·
γιατί δεν έχει καρδιά.
Πτωτική πτήση
Τα παραθυρόφυλλα παραβιάστηκαν με μανία·
τα στόρια τα σπάσαν, ποτέ δεν τ' ανέβασαν·
με σπρώξαν στο μπαλκόνι, δε με καθοδήγησαν·
απ' το μαλλί με τραβούσαν, δε μου κρατούσαν το χέρι·
με μομφές και απειλές με κινητοποιούσαν.
Κι εκεί που πλέον έφτασα στο χείλος της ύπαρξής μου
και μέχρι και τα λιγοστά κάγκελα που με συγκράταγαν
δεν το πίστευαν,
κι ενώ με σπρώχνανε με ζήλο στη λήθη
εγώ πέταξα, δεν έπεσα.
Κι αν ακόμη τη ζωή μου
πάντα μια πτώση την καθοδηγούσε
μεγάλη σημασία δεν έχει:
σε πτήση κατέληξε.
Κι άμα θες πίστεψέ το.
Σύστημα
Αν πρέπει να μας ζωγραφίσω στο χώρο
θα πρέπει να πω πως αιωρούμαστε.
Μια αδιαπέραστη φυσαλίδα
μέσα στην οποία περιφερόμαστε
μπρος, πίσω,
ο ένας από και προς τον άλλον.
Θαρρείς πως κάπως ενωνόμαστε,
θαρρείς πως κάτι σχηματίζουμε.
Μην μπερδεύεσαι· τυχαία συναντιόμαστε
μέσα στα ασφυκτικά σύνορα που οι ίδιοι μας χτίσαμε.
Ελπίζεις (ή φοβάσαι)
πως υπάρχει έξοδος κινδύνου,
ένα άνοιγμα στο πηχτό σκοτάδι
που μάθαμε να μας περικυκλώνει.
Μην το σκέφτεσαι· στο λέω εγώ που πέρασα
και στην άλλη πλευρά του φράγματος.
Απ' το σκοτάδι δεν φεύγεις·
το κουβαλάς μαζί σου.
Ούτε το εγκαταλείπεις ούτε σ' εγκαταλείπει.
Απ' αυτό είσαι
κι αυτό είσαι.
Ειρωνεία
"Χαμογέλα πιο συχνά" μου είπες
ενώ το χέρι σου αποχωριζόταν
το κόκκινο σημάδι
στο μάγουλό μου.
Απόφαση
Είδα τη ζωή μου
να γκρεμίζεται μπρος στα μάτια μου.
Είδα τους τοίχους
που με τόσο κόπο έχτισα
πάνω σε θεμέλια γερών ψεμάτων
να πέφτουν και να πλακώνουν
τη γλυκιά κλεμμένη μου αφέλεια.
Είδα τους ανθρώπους
που τόσο αυθαίρετα,
τόσο αφαιρετικά
βάφτιζα "δικούς μου"
να γραπώνονται
από το τελευταίο κατάλοιπο
ζωής μου.
Κι εκείνη τη γυναίκα
που ήλπιζα μάνα
να μου στρέφει την πλάτη
σαν το στόμα μου έκανα ν' ανοίξω.
Κι εκείνο το αγόρι
που καμάρωνα αδερφό
να 'χει γίνει το έκτρωμα της αντανάκλασης
του άντρα που φοβόμουνα πατέρα.
Είδα τη ζωή μου
να γκρεμίζεται μπρος στα μάτια μου
κι εγώ γελούσα.
Θυσίες
Κι έβγαλα φτερά
μα για να τα βγάλω
έπρεπε να ξεριζώσω τα σωθικά μου.
Κι έβαλα μυαλό
μα για να βάλω
έπρεπε να ξεριζώσω την καρδιά μου.
Και το 'βαλα στα πόδια
μα για να το βάλω
έπρεπε να ξεριζώσω τους αγαπημένους μου.
Κι έβαλα τα κλάματα
μα για να τα βάλω
έπρεπε να ξεριζώσω τη ζωή μου.
Αδιέξοδο
Νόμιζα είχα ξεφύγει από σένα
κι όμως σε βρίσκω ξανά μπροστά μου
σε κάθε μάτια που με κοιτάζουν αγριεμένα.
Ήλπιζα να γλιτώσω απ' τον χαμό
μα ο κάθε καυγάς, η κάθε οργισμένη φωνή
πάλι πίσω μ' επιστρέφει.
Ευχόμουν να μπορούσα να κρατήσω
τρεις όμορφες στιγμές για ενθύμιο
μα μου γλιστρούν απ' τα χέρια πάνω στην ανηφόρα.
Φοβόμουν τόσο πολύ να μην κάνω τον κύκλο
που βρέθηκα σε αδιέξοδο.
Οικογένεια
Ένα μοχθηρό αδηφάγο τέρας
κατατρώει λαίμαργα τα σωθικά μου.
Ένα αχόρταγο αγρίμι
κρατιέται στη ζωή
ρουφώντας αδίστακτα
το αίμα της καρδιάς μου.
Και το αποκαλώ υποκοριστικά "φόβο".
Ένα βελούδινο μαξιλάρι με δόντια
φιμώνει χαμογελαστό
τις κραυγές αγωνίας μου
και τα γέλια της εθελοτυφλίας μου.
Μια σκιά με άκρα αιχμηρά
με αγκαλιάζει στις δύσκολές μου στιγμές
και μου κρατά το χέρι τις ατέρμονες νύχτες
που ο ύπνος μ' έχει χαιρετήσει.
Και το βαφτίζω "άγχος".
Μα το λένε "οικογένεια".
Κύκλος
Κι αν σήμερα είναι χθες,
τότε αύριο θα 'ναι ποτέ.
Για μένα, για σένα ή για όλους μας.
Κι αν λες αντέχεις ή τη βρίσκεις
εγώ φύσει δεν δύναμαι.
Μα έτσι όπως τα 'φερες
τι άλλο παρά κύκλος;
Ίσως και να τον τετραγωνίσω.
Πάντα το 'ξερα
πως προορίζομαι για πράγματα
μεγάλα
όπως τα χέρια που με σφίγγουν
ή η θηλιά που δε λέει να με χωρέσει.
Είμαι μικρή και της ξεγλιστράω.
Το κυνηγητό
για κάποιους παιχνίδι,
για μένα μονόδρομος.
Θράσος
Για να φύγω από σένα
ξόδεψα και το τελευταίο μου δάκρυ·
παράπλευρη απώλεια στον πιο ευτελή σκοπό.
Κι εσύ τολμάς να με κοιτάς στα μάτια
και όμορφη να με θωρείς,
αγέραστη μπροστά στον κυκλώνα.
Για ν' απαλλαγώ από το βάρος σου
πέταξα στα σκουπίδια
την πιο όμορφή μου κορνίζα
που από βρέφος μεγάλωνα.
Κι εσύ μου ζητάς αλήθεια τα ρέστα
για το χαστούκι που με κέρασες.
Χάρισμά σου και τα ρέστα και τα δάκρυα.
Το ανάθεμα είναι που
για να ησυχάσω από την αδικία σου
έκοψα το χρυσό μου χέρι.
Και ούτε ντράπηκες
ακόμη να ονοματίζεις
το κουρέλι μου Μίδα.
Εκδίκηση
Στον ύπνο μου ακόμη δίνω εξηγήσεις.
Με γυροφέρνουν τα "γιατί",
με θάβουν τ' "αποκλείεται".
Κι ίσως ο τάφος να θέλει μόνο
μαλακά να με σκεπάσει
κι επιτέλους σε γαλήνιο έδαφος να μ' εναποθέσει.
Μα εγώ πλέον αρνούμαι να φύγω με γαλήνη.
Κι ούτε κάποια συγχώρεση με αφορά.
Να γίνω μόνο στάχτη, καπνός τοξικός
και μαύρα πουλιά.
Να εξαπλωθώ απειλητικά
πάνω από ανέμελες σκεπές
που τον φόνο μου στα σκοτάδια περιθάλπουν.
Κι είθε ο θρήνος μου για πάντα
όλα τα ήσυχα βράδια τους να στοιχειώσει.
Κι είθε όλα τους τα ηλιοβασιλέματα
να βάφουν τα μελανιασμένα μου μάτια.
Απαγορευμένη λέξη
Ο μπαμπάς μου.
Εγώ.
"Ο μπαμπάς μου κι εγώ."
Τι αλλόκοτη, τι ανήκουστη φράση.
Θα 'ναι που έχουμε χρόνια
οι δυο μας κάπου να χωρέσουμε,
έστω και σε τηλεφωνική κλήση.
Ήμασταν λέει κάποτε οι δυο μας,
καβαλάρηδες στη ράχη κάτι βιαστικών
κυριακάτικων μεσημεριών,
εκτίοντας με υποκρινόμενη αγάπη
μια ποινή δικαστικώς επιβεβλημένη
(την άλλη, τη βιολογική, την κόψαμε στη μέση).
Εγώ καθισμένη στα πόδια του
ν' ασφυκτιώ.
Εκείνος να προσπαθεί να μου κολλήσει
το παρατσούκλι "κόρη".
Και στο φόντο να λικνίζεται κάποιο τραγούδι
που χρόνια μετά θα με σπάει
σε μικρά, ατελείωτα κομμάτια,
ή κάποια ταινία κινουμένων σχεδίων
που ακόμη βλέπω μόνη
για ν' ακούσω τη φωνή του
να επαναλαμβάνει ατάκες.
Τελικά η τέχνη μας κυοφόρησε.
Μόνο αυτή μας χάρισε
γαλήνιες σιωπές
να χωράμε μ' άνεση
(μια κι η οργή έκανε χώρο).
Μόνο η τέχνη μας ένωσε.
Και τώρα γράφω στίχους μανιωδώς
όπως κάποτε εκείνος.
Κι αν γράφω,
αν έγραψα οτιδήποτε ποτέ,
χάρη σε σένα είναι.
Και μην τολμήσεις να υποθέσεις
πως αναφέρομαι σε γονίδια.
Είναι η κληρονομιά
που χάραξες στα μάτια μου.
Διέξοδος
Δε μου λείπεις. Όχι στ' αλήθεια.
Κι αυτό γιατί, τόσα χρόνια,
δεν έφυγες ποτέ απ' το πλευρό μου. Όχι στ' αλήθεια.
Μέσ' απ' τα δικά σου μάτια βλέπω τον κόσμο,
ακόμη κι αν δεν είδαμε ποτέ το ίδιο πράγμα.
Το δικό σου ύφος παίρνω
όταν αγριεύω, όταν θυμώνω, όταν μισώ,
όταν σε μισώ.
Το δικό σου χαμόγελο δανείζομαι
όταν χαίρομαι, όταν γελώ.
Στο δικό σου τ' όνομα απαντώ,
σαν μια κατάρα που μ' ακολουθεί.
Είμαι η άμμος
από ξεχασμένες πατημασιές σου στην ακρογιαλιά.
Είμ' ένας παρατημένος σπόρος
που έπεσε (ή πέταξες) απ' την τσέπη σου
κι οι άνεμοι τον παρέσυραν όσο γινόταν πιο μακριά σου.
Μα και πάλι, αυτό που φύτρωσε,
πάλι εσένα αντανακλά.
Μόν' όταν κλαίω,
μόνο τότε καταφέρνω να σε χάσω.
Ο πόνος μου παίρνει μια μορφή
που ποτέ δεν πλησίασες
για να μπορείς έστω να τη μιμηθείς.
Απόσταση
Όλη μου τη ζωή
προσπαθώ να προλάβω ένα λεωφορείο,
γιατί ο πατέρας μου
δε με ανέβαζε ποτέ στο αυτοκίνητό του...
Καταπάτηση της 5ης εντολής
Νόμιζες, λοιπόν,
ότι μπορούσες τάχα
ανεύθυνα ζωές να σκορπάς
δίχως απ' αυτές να εξαρτάται όλη σου η ύπαρξη.
Πίστεψες - πιστεύεις -
πως σου χρωστάν κι ευγνωμοσύνη
γιατί η μια στιγμή ευφορίας
αξίζει πραγματικά τον αξιοσέβαστο τίτλο.
Θεωρείς πως εγώ σφάλλω,
πως είμαι αχάριστη
και γαλήνη έτσι δεν μπορώ να βρω.
Πράγματι.
Δε θα βρω.
Ούτε τώρα.
Ούτε ποτέ.
Κι αυτό
γιατί άλλη επιλογή δε μου άφησες.
Με σιχαίνομαι
γιατί σε σιχαίνομαι.
Και δε σε συγχωρώ. (Ποτέ.)
Όμως ρέστα δεν κρατώ
και γι' αυτό ευχαριστώ.
Τώρα χάσου.
Σταμάτα να νοθεύεις την τέχνη μου,
τον λόγο άλλωστε που πήρες και τα ρέστα σου.
Σταμάτα να στοιχειώνεις με την παρουσία σου τον ύπνο μου.
Πάψε να κατοικείς μερόνυχτα στον νου μου.
Πονάω (ούτε λίγο πια δε σε νοιάζει; ύπαρξη της ύπαρξής σου είμαι).
Απομύζησες από μένα όλη την ενέργεια που μου χρωστούσες,
που μου χρωστάς.
Κι αν πάλι,
θαρρείς πράγματι πως είμ' αναίσθητη,
τούτο μόνο αξίζει να σου πω:
Εσύ, μου στέρησες μονάχα έναν ρόλο
μα εγώ στερήθηκα τον κόσμο όλο.
Κι ο ανεκπλήρωτος ρόλος έγινε πληγή
και μ' αίμα αμύρωσε την παιδική μου αφέλεια
και την πικρή εφηβική μου συνειδητοποίηση.
Ώσπου κατάλαβα πως δεν υπάρχει φυγή:
μονάχα διωγμός.
Μα εντέλει,
μάταια σε διώχνω.
Δεν θα φύγεις.
Ποτέ δεν έφυγες.
Αυλαία.
Αστείρευτό μου βάσανο
κι αιώνια αμαρτία
ζωντανό εσένα να πενθώ.

Πολυχρωμία
Πολυχρωμία
Σήμερα βλέπω φως·
ο ουρανός είναι μουντός, σκοτεινός·
ο άνεμος φυσάει ανελέητα·
η βροχή πέφτει στη γη
με κρότο, σαν χαλάζι·
τα δέντρα μόλις και μετά βίας
παραμένουν ριζωμένα στο έδαφος·
τα ζώα, τα πουλιά, τα έντομα
κρύβονται φοβισμένα σε τρύπες στη γη.
Κι όμως, εγώ βλέπω φως.
Θα 'ναι φαίνεται που 'μαι λίγο τρελή,
λίγο ανισόρροπη,
θα 'ναι που τα δάκρυα της ψυχής μου
έχουν αρχίσει πια να στερεύουν.
Ίσως να φταίει κι αυτό το άτιμο,
το σκανδαλιάρικο ουράνιο τόξο
που σιγά-σιγά κάνει την εμφάνισή του
κι έχει ήδη αρχίσει ν' αντανακλά
στην απόχρωση της πίκρας των ματιών μου
δίνοντάς τους χρώματα φωτεινά,
χρώματα ευτυχίας κι αισιοδοξίας...
Απαγορευτικό
Στροβιλιστήκαμε
στη δίνη των «όχι» και των «μη»
που έπλασαν τα ίδια μας τα χέρια.
Κυλιστήκαμε
σε απαγορευτικά λασπόνερα
που κύησε το ίδιο μας το κεφάλι.
Μείναμ' εντός ορίων
κι εκτός ζωής.
Τηρήσαμε κατά λέξη
κάθε ανούσιο κανόνα
που υποχθόνια μας υπέβαλαν
κάτι τυχάρπαστοι ονειροκλέφτες.
Αλλά τουλάχιστον άξιζε:
πήραμε βραβείο για την υπακοή μας
και περήφανα το μοστράραμε
πάνω στην καλογυαλισμένη ταφόπλακα.
Επιλογές
Τίποτα· μια στέρφα είν' η ευτυχία·
μια ξεδιάντροπη στείρα που από τις πολλές εκτρώσεις
δεν μπορεί πια να κυοφορήσει (και μήπως άραγε δεν της αξίζει κιόλας;).
Κι εκείνη κάθεται και μετράει τις απώλειες των ίδιων της των τέκνων
που χάθηκαν απ' το ίδιο της το χέρι μισοκλαίγοντας, μισογελώντας.
«Βαράτε με κι ας κλαίω» μουρμουρίζει πότε - πότε στον εαυτό της
και τότε γελάει με την καρδιά της ή άλλοτε καγχάζει ή και δακρύζει συχνά.
Εκεί, πάντα, μίζερη, να φτιάχνει κόλλυβα (άλλοτε τα μοιράζεται,
άλλοτε μόνη της τα σαβουριάζει) και να ετοιμάζει επικήδειους λόγους
(Ποιον πας να κοροϊδέψεις μωρή δολοφόνα με τον θρήνο σου;).
Ουδέποτε δεν απέκτησε την αξιοπρέπεια να παραδοθεί,
να ομολογήσει για τα εγκλήματά της και να υποστεί τις συνέπειές τους.
Έχει καλώς: μήπως ποιος εγκληματίας μπορεί ν' αντισταθεί στη γλύκα
της παραβατικότητας;
Άλλη είναι η αμαρτία που είναι καταδικασμένη να κουβαλάει:
που ούτε μια φορά δεν συλλογίστηκε μεσ' στη μιζέρια της - ούτε
που της πέρασε απ' το μυαλό - πως υπάρχουν εν τέλει κι άλλες επιλογές:
παρένθετες, εξωσωματικές, κι άμα λάχει και υιοθεσία!
Ας σου πετύχαινε κακομοίρα ένα χαμόγελο κι ας ήταν και ... θετό!
Χειροπιαστά συναισθήματα
Απτά αισθήματα,
χειροπιαστά.
Τα κρατάς απ' το χέρι
και τους λες: "Όπου θέλετε οδηγήστε με".
Και σ' αγκαλιάζουν σφιχτά και τρυφερά.
Τόσο τρυφερά
που ούτ' η μάνα σου σε κράτησε.
Τόσο σφιχτά
απ' το λαιμό
σαν μέγγενη.
Κι όσο σε σφίγγουν,
τόσο εσύ κλαις.
Αυτά σφίγγουν κι εσύ κλαις.
Σε μια μάταιη απόπειρα (πιο σωστά
απόκρυφη επιθυμία)
να τα εκτονώσεις, να τ' απωθήσεις,
να τα πετάξεις από πάνω σου,
μπας και σε παίξουν επιτέλους
οι σώφρονες, οι λόγιοι και συνετοί
εσένα το μικρό κλαψιάρικο.
Μ' αυτά δε σ' αφήνουν·
μένουν εκεί, να σου κρατούν συντροφιά,
να σου κρατούν το χέρι.
Πάντα σε εναλλασσόμενες βάρδιες:
χαρά ενοχή φόβος λύπη θυμός
πάλι λύπη
πάντα λύπη (όσο σε γυροφέρνει το παραπαίδι
έχει καλώς· μην έρθει μόνο η δυστυχία αυτοπροσώπως...).
Πάλι απουσία η ευτυχία·
μόν' κάνα-δυο φορές πέρασε έξω απ' το παράθυρο
κι έκαν' ένα νεύμα από μακριά
κι εσύ δέκα μήνες μετά
ακόμα κάθεσαι και τη χαζεύεις
και τη νοσταλγείς.
Νοσταλγία...
Πάντα έχει την τελευταία βάρδια
τις μεταμεσονύχτιες ώρες
που πασχίζεις ν' αποκοιμηθείς.
Κι όταν ο καιρός είναι βροχερός
δίνει σ' όλους τους άλλους ρεπό
και κάθεται αυτή πλάι σου
να σου τραγουδάει μυρωδιές ξεθυμασμένες
και να σου ζωγραφίζει - πάντα αφηρημένα -
χροιές που ο απόηχός τους
ολοένα και φθείρεται.
Μα η μοναξιά, η απουσία και το αδιέξοδο
κάνουν σινιάλο από μακριά
στην οργή που 'χει βγει τσάρκα
αγκαζέ με την απόγνωση
να 'ρθουν στην παρέα σας να ξαποστάσουν.
Σκάει μύτη ακάλεστη κι η λύπη
(πάντα σκάει μύτη έτσι και μαζευτεί τέτοια παρέα
και πάντα ακάλεστη).
Κι αργότερα,
όπως χτυπάει το κουδούνι
και σηκώνονται ν' ανοίξουν η απουσία με τη μοναξιά
(έχουν συνηθίσει να προσδοκούν μάταια
να φανεί η - όποια - παρουσία)
και τις ακούς να χαιρετούν τη δυστυχία
που στέκει μαυροφορεμένη στο κατώφλι σου,
εσύ στην απελπισία σου τρέχεις κι ανοίγεις το παράθυρο,
κι εκεί που λες θα τα τινάξω πριν με πιάσει,
εκεί, στα κλεφτά,
μπαίνει απ' το παράθυρο η ελπίδα.
Σύγκρουση
Ο κόσμος σας με κούρασε.
Μου λέτε: "δεν έχεις όρεξη για ζωή"
και με βγάζετε γι' άλλη μια βόλτα στο νεκροταφείο.
Εναποθέτετε στα τρεμάμενα χέρια μου
τα καταραμένα σας τιμαλφή
που χτίσατε με κόκκινο τσιμέντο.
Κι έχετε και το θράσος ν' απαιτείτε
να μην τα κατακερματίσω ευθύς αμέσως
στ' όνομα του απόηχου της εκδίκησης
που μετατρέπεται η καταπατημένη δικαιοσύνη.
Ο κόσμος μου σας φόβισε.
Δεν ξέρετε πώς είναι να χορεύεις
πάνω στις στάχτες της κλεμμένης σου αθωότητας
ή να κλαις μελωδικά για να νανουρίσεις τον εαυτό σου.
Δεν ξέρετε τι θα πει να βλέπεις τη φωτιά και να γελάς
και να προσπαθείς απελπισμένα να πείσεις το σώμα σου
πως είναι πυρίμαχο
καθώς οι φλόγες σε τυλίγουν.
Δεν έχετε κάνει άφοβοι ελεύθερη πτώση στο σκοτάδι,
δεν έχετε τυφλωθεί από το λευκό φως.
Εσείς ξέρετε μόνο να κυκλοφορείτε
την υποκρισία σας σ' εκκλησίες,
τις προσευχές των οποίων μόνο παπαγαλίζετε·
ποτέ δεν καταλάβατε, δεν νιώσατε τα νοήματα.
Εμένα ναός μου είναι αυτές οι γραμμές.
Κι όσο εσείς στοιβάζετε κι άλλα πτώματα
στον βωμό της υποκρισίας σας,
εγώ θυσιάζω την ψυχή μου
για να μετρήσω κι άλλον στίχο.
Οι κόσμοι μας δεν συγκλίνουνε
και μοιραία συγκρούονται.
Και μένω στην απ' έξω
ενός κόσμου που ποτέ δεν με χώρεσε,
γιατί ποτέ δεν δέχτηκα
ν' αφήσω το κεφάλι μου στην είσοδο.
Απολογισμός
Κοιτάζω πίσω
και μετρώ τα όσα έχασα.
Είχα ανθρώπους
που τώρα στέκουν μαρμαρωμένοι,
απολιθώματα της μνήμης μου.
Είχα ένα σπίτι,
τώρα στέκει μόνο του ανυπεράσπιστο,
δεν μπόρεσα να το κουβαλήσω.
Είχα ίσως αξιοπρέπεια·
την πέταξα στα σκουπίδια
μαζί με κάθε όμορφη ανάμνηση.
Κοιτάζω μπροστά
και μετρώ τα όσα κέρδισα.
Έχω ανθρώπους
που τώρα μου μαθαίνουν πώς να μιλώ,
πώς να τους αφήνω να με νοιάζονται.
Έχω ένα σπίτι·
με αγκαλιάζει με στοργή κι ασφάλεια
κι οι τοίχοι του ούτε μια φορά
δεν απείλησαν να με πλακώσουν.
Έχω σίγουρα αξιοπρέπεια·
τη βρήκα στα σκουπίδια,
όπου την παράτησα
μαζί με όλους μου τους εφιάλτες.
Κουράγιο
Τις ώρες που τα συναισθήματά μου
σηκώνονται και παίρνουν ανθρώπινη μορφή,
απορώ πώς καταφέρνω
και στα μάτια σε κοιτάζω δίχως να διαλύομαι.
Πονάς, μου λες
κι εγώ σου πιάνω το χέρι
και το χέρι το δικό μου γίνεται θρύψαλα.
"Θα περάσει" σου λέω
και με μια αιφνίδια κίνηση
το αρπάζω από πάνω σου
και το ρίχνω στην πλάτη μου
μαζί με τ' άλλα.
Κι όταν τα βρίσκεις σκούρα,
παίρνω ένα γαλανό χαρτόνι
και το κρεμώ στον ουρανό
για να σου δίνει την ψευδαίσθηση
ημέρας καθαρής.
Τα βράδια ανεβαίνω σ' έναν μαύρο ουρανό
και καρφιτσώνω αστέρια,
να σε φωτίζουν όταν τη νύχτα
μόνη σπίτι σου γυρνάς.
"Θα περάσει" σου λέω
γιατί το πέρασα.
Θα περάσει γιατί είσαι εσύ,
γιατί είμαι εγώ.
Θα περάσει γιατί είμαστε εμείς.
Ναυάγιο
Όταν το καράβι αρχίσει να μπάζει νερό
δεν είναι η σωστή ώρα για ν' αναπολήσεις ταξίδια κι όμορφους προορισμούς.
Όταν το μόνο στέρεο έδαφος που γνώρισες
αρχίσει να παραδίνεται στην αναρχία των κυμάτων,
δεν το παίρνει το βλέμμα σου να εστιάσει οπουδήποτε αλλού
από τη σωσίβια λέμβο.
Ξέχνα τους ναύτες (τι κι αν πλάι-πλάι ζήσατε
τις μεγαλύτερες θαλασσοταραχές...).
Άσε κι αυτήν την κακομοίρα καπετάνισσα
που τόσα χρόνια καμώνεται πως σας οδηγεί,
όσο της κουνάς τα χέρια σαν μαριονέτα.
Η λέμβος είναι μονοθέσια.
Κι εφόσον όλοι οι άλλοι στέκουν κολλημένοι στις θέσεις τους,
είναι ή εσύ ή κανείς.
Όχι, δεν χωράνε στην αγκαλιά σου,
όχι, δεν θα τους μάθεις εσύ τώρα,
η μικρότερη του πληρώματος, κολύμπι.
(Δεν είναι που δεν μπόρεσαν, είναι που δεν το θέλησαν...)
Κλείσε τ' αυτιά σου και μην τους ακούς
που σε βρίζουν και σου φωνάζουν να γυρίσεις.
Και προχώρα μπροστά.
Μόνο κάνε γρήγορα, ο χρόνος τελειώνει.
Διόλου μη σε φοβίζει η ανταριασμένη θάλασσα
κι η μαυρίλα στον ορίζοντα.
Τα μεγαλύτερα σκοτάδια -ποτέ μην το ξεχνάς!-
τ' αφήνεις πίσω σου
τη στιγμή που αποφασίζεις να φύγεις
για να μην βουλιάξεις.
Να φύγεις για να μην πνιγείς.
Κι αν ανά πάσα στιγμή θα προτιμούσες να πνιγείς
στο πλάι αυτών των ανθρώπων,
παρά να συνεχίσεις να ζεις μόνη σου,
ποτέ μην τους το πεις.
Εφήμερο
Πόσο εύθραυστη τελικά η αγάπη...
Εύκολα σπάει
στο άκουσμα μιας λέξης.
Ή ίσως είναι οι λέξεις αιχμηρές.
Κι αν όχι αιχμηρές
οπωσδήποτε ζηλόφθονες,
έτοιμες πάντα
να σταλάξουν με δηλητήριο
οποιοδήποτε ανέμελο ψέμα
ή βολεμένη ουτοπία
στο διάβα τους πετύχουν.
Και τότε πέφτουν πάνω τους
όλοι οι προβολείς,
όλα τα αιμοβόρα βλέμματα.
Κοιτούν, κρίνουν, κατηγορούν.
Είναι ίσως πιο εύκολο
να επωμιστούν εκείνες τις ευθύνες,
αφού οι άλλες, οι ορκισμένες σύμμαχοί τους,
οι πράξεις, μένουν απούσες όπως πάντα.
Πόσο υποκρίτρια τελικά η αγάπη...
Εύκολα γδύνεται
στο άκουσμα μιας μόνο αλήθειας.
Άτιτλο
Θάψτε με.
Ανοίξτε μια τρύπα στο έδαφος
(φροντίστε μόνο να 'ναι βαθιά, έτσι που να χωράει
όλο το ενάμισι μέτρο του κορμιού μου
κι ακόμη και το τελευταίο χιλιόμετρο των ελαττωμάτων μου)
και θάψτε με βαθιά στη γη.
Πρώτα όμως γδύστε με (Τι τρομάζετε καλέ; Έτσι είμ' εγώ
απαλλαγμένη από την κάλυψη των ρούχων μου,
καθόλου μη σας τρομάζει: όσο για τους μώλωπες
και τις γρατζουνιές, τα πρώτα δέκα χρόνια είναι δύσκολα,
μετά συνηθίζεις!),
λούστε με με το σάλιο της αγάπης σας (φιλική συμβουλή:
αν κάποιος σας σαλιώνει ως ένδειξη αγάπης,
είναι καλό σημάδι μόνο αν είναι σκύλος· ειδάλλως,
λυπάμαι, ατυχήσατε)
και ντύστε με με ρούχα κομψά (μόνο αποφύγετε το λευκό,
πολύ με παχαίνει αυτή η αμιγής αθωότητα·
κάθε κιλό που μου προσθέτει τονίζει τα παραστρατήματά μου
από τη δίαιτα της υποκρισίας της).
Κι έτσι σημαιοστολισμένη μεταφέρετέ με με τραγούδια και φαμφάρες
στην τελευταία τρύπα που επιλέξατε να με στριμώξετε,
για να γλιτώσουμε στο εξής και τα διόδια.
Ελάτε τώρα, αφήστε τα σάπια, όσους μας νοιάζουν
τους κλαίμε όσο είναι ζωντανοί, ας μην καθυστερούμε
με επιβεβλημένες τυπικές υποκρισίες,
ρίξτε με στην τρύπα να τελειώνουμε (κατά προτίμηση μπρούμυτα,
μην χαλάσει τώρα στο τέλος η παράδοση!).
Μόνο μην χρησιμοποιήσετε φτυάρια να τελειώνετε,
όχι αυτό το τελευταίο θάψιμο το θέλω υπερπαραγωγή.
Με τα χέρια σας πάρτε το χώμα, έτσι που να στοχεύετε
και ακριβέστερα, να πάρει η χωμάτινη καταδίκη μου
το σχήμα της παλάμης σας (λογικό τέλος: μια ζωή
στην άμμο περπάταγα και να που τώρα στην άμμο κατέληξα).
Κάντε έναν μεγάλο κύκλο κι εναλλασσόμενα πετάξτε μου
τη λάσπη σας, μέχρι που να καλύψετε όλη την ύπαρξή μου
με χωμάτινη οργή.
Μια χάρη μόνο: πού και πού - όχι πολύ συχνά -
να 'ρχεστε ν' αφήνετε κάνα μαραμένο αγριολούλουδο στο μνήμα μου,
αριστερά και χαμηλά.
Είμαι εδώ
Είμαι εδώ.
Κι είμαι μόνο το μισό του εαυτού μου.
Μόνο το μισό που η μάνα μου ονειρεύτηκε
από μια φουσκωτή κοιλιά
κι ο πατέρας μου εγκατέλειψε
στην άλλη άκρη μιας κλήσης.
Μόνο η μισή.
Μα
είμαι εδώ.
Στην άλλη άκρη μιας ανεκπλήρωτης
αυτοεκπληρούμενης προφητείας
και μιας αναπάντητης
κατειλημμένης κλήσης.
Είμαι εδώ.
Το φωνάζω με την πλήρη πληρότητα
την ολοκληρωμένη ολότητα
του διευρυμένου εύρους
της δύναμης του ψιθύρου μου.
Με μάτια σπασμένα
και γυαλιά κόκκινα και κλαμένα.
Με όνειρα αφόρετα
και ρούχα ξοδεμένα.
Με πληγές απελπισμένες
κι ελπίδες ανοιχτές.
Κι είμαι μόνη
όπως ποτέ δεν υπήρξα
όπως πάντα τόλμησα.
Κι είμαι τυλιγμένη σε στάχτες
φλεγόμενων φόβων.
Πατώντας στα σύννεφα
αιωρούμενη στα πόδια μου.
Κι είμαι σχεδόν ορατή,
μετά βίας αόρατη.
Μα για τελευταία και πρώτη φορά,
είμαι εδώ.
Εκδίκηση
Μια μέρα
θα βγούμε στις πλατείες
όλοι εμείς οι ακρωτηριασμένοι
κρατώντας γερά απ' τη μέση
όσους δεν έχουν χέρια,
έχοντας αγκαλιά
όσους έχασαν πόδια,
οδηγώντας με τραγούδια τους τυφλούς
και με χάδια τους κωφούς,
φωνάζοντας εκ μέρους των μουγκών.
Κι όλοι μαζί εμείς οι ανάπηροι
θα δομήσουμε ένα σώμα
ακέραιο
ικανό να βάλει κάτω το σάπιο σώμα
που πληρώνεται για ν' ακρωτηριάζει.
Ανεκπλήρωτο
Είμαι παράφορα ερωτευμένη
με μια γυναίκα.
Κορμοστασιά ψηλή,
να μου κρύβει τις σκιές που παραμονεύουν
στα σκοτάδια που έπονται το φως της.
Καμπύλες ξεχύνονται από παντού
κι εφάπτονται σε κάθε αμυχή του δικού μου κορμιού.
Μαλλιά μακριά, ατέλειωτα
να πλέκω μανιωδώς τις άναστρες νύχτες.
Δυο μάτια καθρέφτης των δικών μου.
Και μιλιά ξελογιάστρα.
Μόνο υποσχέσεις αφοσίωσης, αιωνιότητας
και να που πλέον είμαι μόνη.
Κι αν κάπου έφταιξα, συγγνώμη.
Γιατί σε θεωρούσα αρσενικό
κι ήσουν γυναίκα.
Γιατί σου κόλλαγα εναλλασσόμενα
ανούσια ονόματα ανθρώπων - φαντασιώσεων
και σ' έλεγαν ποίηση.

Γράφω
Γράφω
Ουσιαστικά
απλά κάθομαι και γράφω,
ακόμη κι αν δεν έχω
τίποτα αξιόλογο στον νου.
Απλώς γράφω,
με την ελπίδα να ηρεμήσω,
με την ελπίδα να το αναβάλλω.
Μα, πάνω απ' όλα, γράφω,
γιατί όσο γράφω κρατάω το στυλό
κι έτσι τα χέρια μου είναι γεμάτα
και δεν μπορώ να κρατήσω οτιδήποτε άλλο.
Και αυτή η μάταιη αναβολή
μαντεύω ότι μπορεί να συνεχιστεί
μόνο ώσπου να συνειδητοποιήσω
πως έχω κι ένα άδειο χέρι.
Μοναξιά
Λευκές σελίδες με κοιτούν,
όπως λευκά αντικρύζω τα εισερχόμενά μου
τις καλές μέρες.
Ήσυχα τα δωμάτια
σ' ένα κενό σπίτι,
μα τα δωμάτια του μυαλού μου
ποτέ δεν αδειάζουν.
Δυο-τρεις κλήσεις με φτάνουν μόνο
κι αυτές απ' τον διώκτη μου.
Το "για πάντα" είναι απλή υπόσχεση·
το "στα πάντα" είναι το ζόρι.
Άνθρωποι με πλαισιώνουν συχνά-πυκνά
και μ' αγαπούν συχνότερα.
Μα το στόμα μου στέκει βουβό
γιατί η σιωπή έρχεται μ' εγγύηση.
Κι ίσως η μοναξιά να φεύγει
μόνο μέσα σε δυο χέρια
δικά σου,
κι όμως τρίτου.
Κι ίσως να είσαι άστεγος
μέχρι να τα βρεις.
Εμένα μου τα 'χαν πει αλλιώς.
Γελάστηκα
που πίστεψα πως η αγάπη
είναι άμορφη, διάχυτη,
δεν την περιορίζουν τα καλούπια
ενός εραστή.
Μα όλα τα χέρια ψάχνουνε
το ταίρι τους ν' αδράξουν.
Όλα
εκτός απ' τα δικά μου.
Εγώ ψάχνω το σχήμα των δικών μου χεριών.
Το έχασα μεσ' τον κυκλώνα.
Το μόνο παράπονο
που δεν έχω κάποιον συνοδοιπόρο.
Λάθος: με συντροφεύουν οι τύψεις μου,
γλυκά μου τραγουδούν τα βράδια
κι ο ύπνος με παίρνει στην αγκαλιά τους,
έτσι που το ξημέρωμα
οι ίδιες πάλι να μου πούνε "Καλημέρα".
Το άγχος μου
Όλα
γύρω από σένα διαδραματίζονται.
Ολόκληρες συζητήσεις χάνονται
πίσω απ' τη θολούρα της μορφής σου.
Κάθε βήμα που επιχειρώ στη γη
σκοντάφτει πάνω στη γλιστερή σου ασάφεια.
Κάθε μου γέλιο
επισκιάζεται από κάποιο πρωτινό σου δάκρυ.
Μα δε με πειράζει·
Εγώ μαζί σου έμαθα τη ζωή.
Εγώ για σένα είμαι
μόνο
ακόμα κι αν
ακόμα κι όταν
δεν είσ' εσύ για μένα.
Ύπνος
Ύπνος γλυκός.
Πρώτα μια ανάσα
σαν ανακούφιση της μέρας,
μια ευχή για την επόμενη
κι έπειτα βλέφαρα κλειστά,
σκοτάδι.
Ύπνος με βάρδιες.
Πρώτη μπαίνει η ελπίδα
κρυμμένη πίσω από τη μάσκα ύπνου.
Έπειτα η κούραση
χορεύει,
ζαλίζεται για ώρες
λικνιζόμενη γύρω από το αδιέξοδο
που μου κρατά τα μάτια ανοιχτά.
Ύπνος μικρός.
Πρώτα μια σκέψη
για μέρες περασμένες ή επόμενες
κι έπειτα χάος: κι άλλη σκέψη, κι άλλη.
Κι έπειτα βλέφαρα ανοιχτά,
σκοτάδι.
Άτιτλο
Θέλω να εξαφανιστώ
μα τα νήματα της ζωής
ξεδιάντροπα με κρατούν στην επιφάνεια.
Θέλω να βυθιστώ
στον γλυκό ήχο
που με καθησυχάζει
βέβαιος για την ύπαρξη
ενός μέρους
που να ακούγεται η φωνή μου.
Μα εγώ δεν έχω φωνή·
την έκλεψαν οι ανασφάλειές μου.
Αυτές οι προδότρες
που μου ορκίστηκαν
να μου κρατούν αιώνια συντροφιά
μα αφού βρίσκονται πάντα στο πλευρό μου
εγώ γιατί νιώθω τόση μόνη;
Κι αυτές φωνάζουν
με την αλλοιωμένη κλεμμένη μου φωνή
θυμίζοντάς μου κάθε λεπτό
πόσο φωσφορίζω
σ' ένα κατά τ' άλλα σκοτεινό τοπίο.
Λες και φταίω
που γεννήθηκα με κόκκινα ρούχα
καταμεσής μιας σπαραξικάρδιας κηδείας.
Και θέλω
μαζί τους να θρηνήσω
αλλά το μοιρολόγι μου είναι φάλτσο
και πάντα βγαίνει εκτός θέματος:
πάντα «εσύ», «σου», «εσένα» μουρμουρίζει·
ποτέ «κι εγώ»· σε ξένο σπαραγμό πώς ν' αυτοπροσκληθώ;
ποτέ «εμείς»· εντοπίζεται σφάλμα σύνδεσης μεταξύ μας
ούτε μια φορά «εγώ»· λέξη άγνωστη, έννοια απρόσιτη.
Ούτε εκείνη τη φορά
που οι κραυγές στο κεφάλι μου συγχρονίστηκαν
σιγοντάροντάς με με συνθήματα
ενώ εγώ χόρευα πάνω στη σανίδα.
Ούτε καν όταν έπεφτα.
Ούτε καν όταν αντίκρισα
τη μοίρα μου κατάματα.
Κατάλοιπο
Τόσο ελεύθερη
που μάσησα όλα τα κάγκελα
που με εγκλωβίσανε.
Τόσο κενή
που πάνω μου δε μένει ίντσα σάρκας
να λεηλατήσεις.
Τόσο αθώα
που με χαμόγελο δέχτηκα
θανατική ποινή.
Τόσο δειλή
που μ' έπεισα να πιστέψω στόματα λερωμένα
απλά και μόνο γιατί με βόλευε το σχήμα των λέξεων τους.
Τόσο θαρραλέα
που έσκισα τ' αυτιά μου
γιατί δεν μπορούσα να σκίσω τα ίδια αυτά στόματα.
Τόσο μόνη
που μιλάω στους τοίχους
για να ξορκίσω την ησυχία.
Τόσο τρελή
που αν το θελήσω
μου επιστρέφουν και απάντηση.
Ήττα
Ασθενικά υπνοβατώ
στους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού μου
ζητιανεύοντας απεγνωσμένα για μια πόρτα ανοιχτή -
ή έστω και μισάνοιχτη, συμβιβάζομαι -
υπό τον απελπιστικά σιγανό θόρυβο
γέλιων, ψιθύρων και δακρύων
πίσω από κλειδαμπαρωμένες πόρτες.
Κι αφού στέκουν κλειδαμπαρωμένες,
κι αφού ουδέποτε ακούμπησα έστω
τη σοφία (ή τα κότσια) του Μ. Αλεξάνδρου,
τι μου μένει παρά ν' ακολουθήσω τη μόνη τελεία φωτός
που σπάει τη συντέλεια του σκότους
στο βάθος του πιο στενού διαδρόμου.
Έτσι και προχωρώ, δίχως δεκάρα να δίνω
για τα κάμποσα κιλά που έβαλα στη διαδρομή,
ώσπου ν' αντικρύσω μια πόρτα χρυσή (ίσως κι επιχρυσωμένη, ε και;)
να στέκει ορθάνοιχτη σχηματίζοντας καλωσόρισμα.
Κι εγώ ενθουσιασμένη τρέχω μέσα
κλείνοντάς τη με το βάρος του χεριού μου πίσω μου,
αποφασισμένη ετούτη την κάμαρα να κάνω σπιτικό.
Κι αφού λίγο την εξερευνήσω,
προσθέτοντας μερικές δικές μου πινελιές,
κάνω ένα βήμα πίσω και διακρίνω στα περίκομψα έπιπλα
έναν απρόσμενο σχηματισμό. Έχουν στηθεί
έτσι που να προφέρουν μ' ένα υπέρλαμπρο χαμόγελο
μια λέξη:
Ήττα.
Κατάδυση
Μ' έριξαν σε βαθιά θάλασσα, σ' άγρια νερά -
μ' έριξαν, έπεσα, ποιος ξέρει; (και ποιον νοιάζει;).
Κι εγώ αντί ν' αντισταθώ, να κολυμπήσω κόντρα στο ρεύμα,
ακτή να βρω ν' αράξω,
ρίχνομαι όλο και πιο βαθιά, βουτώ να βρω τον πάτο.
(Μικρή μου, δε σου 'παν πως έτσι και τύχει
και κάποιο ρεύμα σ' οδηγήσει σε κολάσεως μονοπάτια,
πάτος δεν υπάρχει: πας όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο χαμηλά.)
Και πεισματάρα όπως είμαι (α, όλα κι όλα: αν για κάτι πάλεψα,
κάτι διεκδίκησα πεισματικά, σθεναρά στη ζωή μου,
αυτό είναι δίχως δεύτερη σκέψη η αυτοκαταστροφή)
όλο και συνεχίζω, δεν τα βάζω κάτω, κάτι πρέπει να βρω.
Κι είδα πολλά, δε λέω: φύκια, κοράλλια, αφρούς,
ψαριά μικρά και μεγάλα, καρχαρίες (δε με πείραξαν,
ίσα που ακόνισαν λίγο τα δόντια τους στις ανοιχτές πληγές μου),
ακαθαρσίες που άφησαν στο διάβα τους άνθρωποι περαστικοί
(κοίτα να δεις ατυχία, δεν πρόλαβα να τους ευχαριστήσω
που με τα ούρα τους με κράτησαν ζεστή),
χόρεψα με δελφίνια (περαστικά κι αυτά, τα δελφίνια
είναι πάντα περαστικά ... Χαλάλι...),
τραγούδησα με γοργόνες (μεγάλη εξορία για τα ψάρια να 'σαι
μισός άνθρωπος και για τους ανθρώπους μισό ψάρι)
μα πάλι δεν το βρήκα.
Πέρασαν μέρες και νύχτες πολλές και μόνη μου περιπλανιόμουν,
το οξυγόνο τελείωνε και άρχισα να πιστεύω
ότι θα πεθάνω μόνη στη μέση του πουθενά ενός βυθού που,
εδώ που τα λέμε δεν ήταν και δικός μου.
Και τότε τα χέρια μου άγγιξαν χώμα και πάνω στην επιφάνεια
βρήκα ένα μικρό - μικρό σεντούκι.
Κι ενώ αργά - αργά το άνοιγα το άνοιγα κι ήλπιζα τα χέρια μου
να μην αγγίξουν μαργαριτάρι,
μ' είδα να με κοιτάω μέσα από 'να μικρό καθρεφτάκι.
Και δεν απογοητεύτηκα γιατί ήταν σπασμένο σε χίλια κομματάκια,
μήτε γιατί ήταν θολό απ' τις βρομιές,
παρά μόνο γιατί είχαν σταλάξει πάνω του
δυο δάκρυα χοντρά.
Απώλεια
Οι λέξεις με προσπερνούν.
Σαν κάποιος παλιός φίλος
μου γνέφουν απ' την άλλη άκρη
κι έπειτα εξαφανίζονται.
Σαν τρελή τις αναζητώ
στα βρόμικα στέκια
όπου για χρόνια υπήρξαν πιστοί θαμώνες.
Πέφτω με φόρα πάνω σε τοίχους
μήπως και δω να ξεγλιστράει απ' τη νέα πληγή
κάποια συλλαβή.
Οι λέξεις μου χρωστάν
όσα στην πλάτη τους νανουρισμένη
χρόνια ολόκληρα στερήθηκα.
Η παγίδα της φιλανθρωπίας:
δεν έχει καμιά υποχρέωση να συνεχίζεται εσαεί.
Οι λέξεις μου λείπουν
όσο αν ήμουν ακρωτηριασμένη.
Μα οι λέξεις πλέον δεν μ' επισκέπτονται.
Αντίτιμο
Τη λατρεύω αυτή την τέχνη.
Μες στα κιτάπια της έχω κρύψει
όλα τα μουχλιασμένα κομμάτια της καρδιάς μου.
Την αγαπώ αυτή τη σελίδα.
Μες στις γραμμές της έχω χωρέσει λέξεις
που δεν σήκωσε κανένας κούφιος διάλογος.
Την αποζητώ αυτή την τέχνη.
Μ' άγγιξε δειλά στον ώμο την πιο μαύρη μου νύχτα
κι έκτοτε δεν λέω να της αφήσω το χέρι.
Τη νοσταλγώ αυτή τη σελίδα.
Έχουν καιρό οι λέξεις να μ' επισκεφθούν
και στέκει μπροστά μου οδυνηρά ξένη,
προκλητικά κενή.
Τη φθονώ αυτή την τέχνη.
Την παρατηρώ όπως ανελέητα λικνίζεται
πάνω σε γυμνά κορμιά για ώρες
κι έπειτα ζητιανεύει λυσσαλέα την πνοή τους
τεμαχισμένη σε κέρματα.
Τη μισώ αυτή τη σελίδα.
Μου είχε υποσχεθεί ξεδιάντροπα
αιώνια συντροφιά
κι έχει μήνες να μ' επισκεφθεί.
Λες και με κάνει παρέα
μόνο αν στέκω κρυμμένη στο σκοτάδι.
Λες κι αν καταφέρω ένα βήμα σταθερό
πάνω σε στέρεο έδαφος,
πια δε με συμμερίζεται.