Το αδύναμο φύλο

Μια μέρα γεννήθηκες. Αν ήρθες πρώτη, απογοήτευσες. Πρώτος πρέπει να 'ναι ο γιος, ο συνεχιστής του ονόματος. Αν ήρθες δεύτερη, πάλι καλά, χρειάζεσαι κι εσύ, να τους φροντίζεις στα γεράματα. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβες (ακόμα τίποτα δεν κατάλαβες, ακόμα υποπτεύεσαι) πως γεννήθηκες γι' αυτούς, όχι για σένα.

Σε ντύνουν με ροζ φουστανάκια (και πάντα κάτω απ' το γόνατο, για να σε προστατεύσουν από τα ένστικτα αιμοβόρων αρπακτικών, τα λένε και "άντρες", κι άμα γίνει το κακό μετά θα φταις κιόλας, αλλά εσύ τίποτα απ' αυτά δεν καταλαβαίνεις, είσαι πέντε, ή δέκα, δεν πάει το μυαλό σου). Σε χτενίζουν με ροζ κοκαλάκια και σου μαθαίνουν λέξεις όπως "φρόνιμη", "υπάκουη" κι "υποταγή", κι εσύ κουνάς το κεφάλι συγκαταβατικά, ενώ για πρώτη φορά στη ζωή σου γνωρίζεσαι με τον ψίθυρο, αυτόν που σου υπόσχεται για πάντα να σε συνοδεύει.

Κάποια χρόνια ξέγνοιαστα, τα "πρέπει" και τα "μη" είναι ακόμα διακριτικά, ίσως και χαριτωμένα, αν μισοκλείσεις τα μάτια καλά-καλά δεν τα ξεχωρίζεις. Μόνο μια φωνή όλο και σε τριγυρίζει.

Κι έπειτα αιμορραγείς για πρώτη φορά. Φοβάσαι. Δεν ξέρεις γιατί. (Ίσως για να πληρώσεις για εκείνο το μήλο που τους εξόρισε από την Εδέμ). Σου λένε να το κρύψεις. Τι ντροπή! Και το κάνεις με σκυμμένο το κεφάλι, όπως επιτάσσουν οι φωνές, που όλο και πληθαίνουν. Καθετί που μαρτυρά τη φύση σου, την έμφυλη ταυτότητά σου, το κρύβεις. Μια μέρα αυτή η αιμορραγία ίσως γεννήσει μιαν άλλη ζωή και τότε όλοι χαίρονται και σε συγχαίρονται, μόνο για μια μέρα όμως, απ' αύριο όπως ξέρεις, το κρυφτό με τη φύση σου συνεχίζεται απ' όπου σταμάτησε.

Ξεκινά η εφηβεία. Αλλάζεις. Αλλάζει το σώμα σου, αλλάζουν οι σκέψεις σου. Φοράς σκισμένα παντελόνια και βρόμικα παπούτσια κι αν είσαι και πιο τολμηρή κουρεύεσαι και αγορέ. Βλέπεις μπάλα με τον μπαμπά. Κάνεις ό,τι μπορείς για να 'σαι πάλι το κοριτσάκι του για να μην χάσεις την εύνοιά του παρά το μεγάλο πια στήθος σου. Θες να 'σαι ο γιος που πάντα ήθελε. Τη μαμά λίγο την αρνιέσαι, τη χλευάζεις, λίγο την κάνεις πέρα, όπως κι η κοινωνία. Εσύ δεν είσαι ροζ χαζορομαντική γυναικούλα σαν τις άλλες. Εσύ είσαι μπλε και κάνεις παρέα με αγόρια. Τις άλλες τις μισείς, έτσι σου είπαν να κάνεις οι φωνές σου.

Μια μέρα ίσως βρεις αγόρι (αυστηρά και μόνο αγόρι, για οτιδήποτε άλλο ούτε λόγος!), αν και ποτέ δεν είναι κατάλληλη η ηλικία σου. Στα 15 είσαι στην καλύτερη μικρή, στη χειρότερη πληθώρα χαρακτηρισμών, στα 25 και μετά είσαι πια γεροντοκόρη.

Πλέον βρίσκεις και δουλειά, χωρίς οι φωνές σου να διαμαρτύρονται και τόσο. Πρέπει και 'συ να συνεισφέρεις, αρκεί να το συνδυάσεις με το νοικοκυριό, και φυσικά να βρεις μια θέση κατώτερη του άντρα σου, για να μην τον πληγώσεις.

Αργότερα, μετά από τόσα χρόνια και γιαγιά πλέον στην πολυθρόνα σου, χαζεύεις τη φωτογραφία της ζωής σου. Στη μέση είσαι εσύ, ντυμένη με ρούχα ακριβά, σχεδιασμένα από τα πρέπει που σου μόστραραν, αυτή τη θηλιά που σου φόρεσαν κι εσύ, ελλείψει καλύτερων επιλογών, την έκανες μόδα και τη βάφτισες περιδέραιο. Κι ένα δαχτυλίδι στο χέρι σου με τ' όνομα του άντρα σου, που κι αν το 'θελες, κι αν δεν το 'θελες, δεν ξέρεις: μέσα στο πλήθος των φωνών κανείς, ούτ' εσύ, δεν άκουσε τη δική σου. Στις γωνιές της φωτογραφίας αχνοφαίνονται τα θέλω σου που 'χουν σχηματίσει μουχλιασμένα απωθημένα, αλλά δεν κάνουν και πολλά, μόνο που στοιχειώνουν το κάδρο. Γύρω σου, δίπλα σου, πάνω σου, οι φωνές. Φωνές. Πολλές φωνές. Ανδρικές. Κι ας ήσουν, γαμώτο, γυναίκα!





Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Εκείνος:

"Ήσουνα πάντα σκεπτική. Δε σ' άγγιζα. Οι σκέψεις σου σε περιέκλειαν στο δικό τους θόλο και σ' οδηγούσαν σε μονοπάτια δύσβατα κι άγνωστα σ' εμένα, σε λασπόλακκους λες, κυήματα του τόσο περίπλοκου για μένα μυαλού σου.

Πάντα από απόσταση σε ζούσα. Περιστασιακά κι εφήμερα κατάφερναν τ' ακροδάχτυλά μου να χαϊδέψουν κάποιες τούφες από τα μαλλιά σου ή ακόμη να εξερευνήσουν τα μυστικά του κορμιού σου. Σε πλησίαζα σε κάθε σημάδι εκ γενετής ή τραύμα επουλωμένο ή κακοφορμισμένο που ανακάλυπτα και μαζί του ξέκλεβα και μια ιστορία. Έφευγα τότε απ' το κρεβάτι μας μόλις εσύ αποκοιμιόσουν κι έσπευδα στο γραφείο μου, να μοιραστώ με την πένα μου τη νέα πτυχή σου που είχα καταφέρει να ξεκλειδώσω. Ποτέ μου δεν είχα το χάρισμα, μ' από τότε που σε γνώρισα, μέρα με τη μέρα μετατρεπόμουν σε ποιητή. Σ' εσένα χρώσταγα όλη την έμπνευσή μου, γι' αυτό και φεύγοντας στ' άφησα όλα τα γραπτά μου όπως ήταν πάνω στο γραφείο μου, παίρνοντας μόνο μερικές ιστορίες και κάτι ποιήματα που βάλθηκα να γράφω τον πρώτο καιρό που γνωριστήκαμε (ενθύμια πιθανώς περιττά, έτσι κι αλλιώς ήσουνα μόνιμος κάτοικος του μυαλού μου ανεξαρτήτως) κι αυτό εδώ το κείμενο, που το ξεκίνησα το βράδυ πριν φύγω σαν «αντίο», μα δεν είχα τα κότσια στο τέλος να το αφήσω πίσω, ούτε καν να το ολοκληρώσω.

Σε αποτύπωνα με κάθε τρίχα σου που έβρισκα να λούζει το φως της αυγής στο μαξιλάρι δίπλα μου ή στη ζακέτα μου που είχε μόνιμα αποκτήσει το άρωμά σου εκείνα τα βράδια που παρηγορούσε το ψυχραμένο σου κορμί με τη ζεστασιά της. Στα μικρά πράγματα πάντα νόμιζα πως σ' έφτανα. Και το πίστευα πράγματι, ώσπου μια μόνο δική σου σιωπή, ένα βλέμμα ή μια κίνηση διστακτική κατάφερναν πάλι να μ' επαναφέρουν στην πραγματικότητα.

Ναι, το παραδέχομαι, νευρίαζα ανυπόφορα τότε, περισσότερο απ' όσο θα 'νιωθα άνετα να παραδεχτώ. Αναθεμάτιζα που όσο κι αν το επεδίωκα μ' όποιο μέσο κι αν είχα, δεν μπορούσα να σ' έχω δική μου. Όχι, δεν ήταν θέμα κατοχής. Δεν ήθελα να μου ανήκεις, ήθελα να ανήκεις μαζί μου. Έτσι κι αλλιώς το 'ξερα καλά πως το παιχνίδι της κτητικότητας το 'χα χάσει προ πολλού τη νύχτα που σου ψιθύρισα ψηλαφιστά στο αυτί σου: «Σ' αγαπάω» κι εσύ μ' έσφιξες στην αγκαλιά σου κλαίγοντας βουβά στο σκοτάδι, για να μην σε καταλάβω, μα εγώ το κατάλαβα από το τράνταγμα του στέρνου σου. Έτσι και δηλώσεις σε κάποιον την αφοσίωσή σου, μετατρεπόσαστε έκτοτε «κτήτορας» και «κτήμα» κι οι ρόλοι ούτε γίνεται ν' ανατραπούν ούτε να παίξει κανένας διπλό ρόλο. Αυτό τότε δεν το 'ξερα, μα το 'μαθα μαζί σου.

Το παράπονό μου εμένα δεν ήταν που δεν σε κατείχα, μα που δεν μ' άφηνες να σε χωρέσω. Δεν μου αποκάλυπτες ολόκληρο το σχήμα σου, ώστε να ξέρω πόσο ν' ανοίξω την καρδιά μου, παρά μόνο μου επέτρεπες κάποιες κλεφτές ματιές στα σκοτεινά. Κι εκεί που έλεγα κάθε φορά πως επιτέλους το ξεχώρισα κι έκανα τις απαραίτητες εκκαθαρίσεις στην καρδιά μου - λάθη, πάθη, πληγές - για να χωρέσει εσένα, διαπίστωνα ξάφνου πως δεν ήταν παρά μια μικρή γωνίτσα σου κι είχα να εξερευνήσω άλλο τόσο.

Ώρες-ώρες απορώ μαζί μου. Δεν ξέρω γιατί δεν τα 'βαζα κάτω. «Γιατί την αγαπάω», γέλαγα τον εαυτό μου, και το 'ξερα καλά, όμως ντρεπόμουν να το παραδεχτώ. Ε, τώρα δεν ντρέπομαι πια και τολμώ να ομολογήσω πως από φόβο καθόμουν. Από φόβο, ικανό να με παραλύσει, μη σε χάσω. Κι όχι τόσο γιατί σ' αγαπούσα, όσο γιατί - πίστευα, ήλπιζα, ελπίζω - μ' αγαπούσες. Βλέπεις, εγώ σ' αντίθεση μ' εσένα είχα επενδύσει τόσα πάνω σου - σκέψεις, φόβους, πόνους - που δεν άντεχα στη σκέψη ότι θα τα 'παιρνες μαζί σου φεύγοντας. Ούτε ήμουν σε θέση να τολμήσω να τα ξαναδώσω όλ' αυτά κάπου αλλού. Μας είχε δέσει - και λέω «δέσει» γιατί πράγματι, όσο περνούσε ο καιρός δέσμιος ένιωθα, φυλακισμένος στο λασπωμένο λαβύρινθό σου - στο μεταξύ κι ο γάμος και δεν μου πήγαινε να τα διαλύσω όλα έτσι απλά. Γι' αυτό ποτέ δεν υπέβαλα αίτηση διαζυγίου, κι ας πάνε τώρα δύο χρόνια από τη μέρα που έφυγα μακριά σου: αυτή η αποδέσμευση με τρομάζει, λες και ποτέ δεν υπήρξε κάπου ένα «εμείς». Κι έτσι καθόμουν μαζί σου, παρέχοντάς σου πλουσιοπάροχα γεύματα, ενώ αρκούμουν στα ξεροκόμματα που περιστασιακά μου πετούσες.

Μη μου θυμώνεις, Ιουλιέτα μου (κέρδισες αυτό το παρατσούκλι ένα βράδυ τον καιρό που πρωτοβγαίναμε που άργησα να γυρίσω και σε βρήκα να με περιμένεις στο μπαλκόνι ανήσυχη, μα πάντα πανέμορφη. Αν δεν το μπόρεσα να σταθώ αντάξιος Ρωμαίος σου, με συγχωρείς, μα ποτέ μη σκεφτείς πως δεν το προσπάθησα) όχι, δε σε κατηγορώ. Το ξέρω πως κατά βάθος κι εσένα φόβος σε κρατούσε και δε μου ανοιγόσουν. Το 'βλεπα με τα μάτια μου στον τρόπο που έτρεμε η φωνή σου όταν μου μιλούσες για σένα ή κάρφωνες με το βλέμμα σου πότε το πάτωμα, πότε όσα με περιβάλλαν, ποτέ όμως εμένα, ή έπλεκες τα δυο σου χέρια μεταξύ τους, τόσο σφιχτά, που φοβόμουν μη και τα δάχτυλά σου σπάσουν. Όχι, καλή μου Ιουλιέτα, σ' τ' ορκίζομαι, καθόλου κακία δε σου κρατάω. Κι αν γίνομαι κάπως πικρόχολος είναι που μου λείπεις κι αποζητώ κάπως να ξορκίσω την απουσία σου. Κι η μόνη μέθοδος που εφηύρα είναι απαριθμώντας όσ' από σένα μ' απομάκρυναν, γιατί άμα ανακαλέσω όσα σ' εσένα με κρατούσαν, πολύ το φοβάμαι πως δε θ' αργήσει η ώρα που τρέχοντας θα γυρίσω πίσω στην αγκαλιά σου, τη μόνη θέση στον κόσμο που μού 'δωσε έστω την ψευδαίσθηση ότι ανήκω. Αντίο, λοιπόν, Ιουλιέτα μου, έστω και καθυστερημένα."

Της το έστειλα αρκετά χρόνια αφού έφυγα, όταν έμαθα πως ξαναπαντρευόταν.

Εκείνη:

Τα βράδια ποτέ δεν ξαπλώναμε μαζί. Εγώ έπεφτα πάντα στο κρεβάτι γύρω στις 11 ή 12 η ώρα. Εκείνος ούτε που ξέρω τι ώρα ξάπλωνε. Κι όχι ότι ξεπόρτιζε δηλαδή ή ξενοκοιμόταν· όχι, μόν' έγραφε. Ώρες αφότου εγώ είχα πλαγιάσει καθόταν στο γραφείο του που ήταν στην κρεβατοκάμαρά μας και με μια λάμπα μόνο αναμμένη (για να μην ενοχλεί εμένα που κοιμόμουν) έγραφε, έγραφε, έγραφε. Κι όχι ότι μ' ενοχλούσε δηλαδή, κάθε άλλο: ο ήχος που έκανε η γραφίδα του ενώ μανιασμένα τριβόταν πάνω στο χαρτί με νανούριζε, γαλήνευε την ψυχή μου. 

Κάποιες φορές ξυπνούσα στη μέση της νύχτας και τον έβρισκα αποκοιμισμένο πια στο πλάι μου. Τότε σηκωνόμουν και πήγαινα και στεκόμουν μπροστά στο γραφείο του κι έβλεπα να μ' αντικρίζουν τα ορνιθοσκαλίσματά του αραδιασμένα στο χαρτί κι η πένα του αφημένη, παρατημένη σχεδόν πάνω στο χαρτί με μια ελαφρά κλίση προς τ' αριστερά. Ένιωθα τότε ένα σαρδόνιο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου. «Χα», της φώναζα από μέσα μου, «όσο κι αν περνάει τις ώρες του μ' εσένα, στο τέλος στην αγκαλιά μου τον βρίσκει το ξημέρωμα.». Και την ίσιωνα ευθύς αμέσως, έτσι που να μην υπάρχει καμιά ένδειξη πλέον ότι κάποτε βρέθηκε στ' αριστερό του χέρι. Ποτέ στη ζωή μου δεν ζήλεψα καμιά γυναίκα όσο αυτή την αναθεματισμένη πένα.

Αυτό που μού 'κανε μεγάλη εντύπωση ήταν που ποτέ του δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει τα όσα έγραφε. Είχα κι εγώ κάποτε επιχειρήσει να πιάσω γραφίδα στα χέρια μου (όχι σπουδαία πράγματα, κάτι ερωτικά στιχάκια μόνο που έγραφα στην εφηβεία μου για το εκάστοτε αγόρι που έκανε την καρδούλα μου να σκιρτήσει για λίγες κάλπικες στιγμές κι ένα ποίημα που είχα σκαρώσει τότε που τον πρωτογνώρισα). Μα τα έκρυβα πάντοτε καλύτερα κι απ' τις αμαρτίες μου κι έτρεμα στην ιδέα του να πέσουν σε ξένα χέρια. Εκείνος όμως δεν ήταν έτσι. Όχι, υπήρξε αλαζονικά αδιάφορος ακόμη και σ' αυτό. Τ' άφηνε πάνω στο γραφείο του να σχηματίζουν στοίβες, μικρά βουνά όσο πλήθαιναν.

Καμιά φορά μάλιστα είχα πιάσει κι είχα διαβάσει μερικά, πάντα επιπόλαια κι αποσπασματικά. Άλλοτε ήταν ποιήματα, άλλοτε ιστορίες (μικρής ή μεγάλης έκτασης). Άλλοτε πάλι σκόρπιες σκέψεις, ασυνάρτητες, ακαταλαβίστικες. Αυτές ήταν που πάντα με συνάρπαζαν: όσο κι αν δεν καταλάβαινα τα περισσότερα, ένιωθα ότι μέσ' απ' αυτές επικοινωνούσαμε σ' έν' άλλο επίπεδο, πιο βαθύ, πιο αυθόρμητο, απογυμνωμένο από την επιβεβλημένη ηπιότητα κι ευγένεια που οφείλεται να τηρείται για να μην πληγωθούν τα αισθήματα κανενός.

Όταν έφυγε τ' άφησ' εκεί (μόνο κάποια ποιήματα και κάποιες ιστορίες σε ολοκληρωμένη μορφή πήρε μαζί του): προίκα μεταγαμιαία! Δεν μπήκε καν στον κόπο να τα βάλει σε μια τάξη : τ' άφησε ένα χάος, μαζί με τα κλονισμένα μου συναισθήματα... Ποιος ξέρει; Ίσως περίμενε ότι θα τα πέταγα εγώ. Ίσως πάλι να ήταν γι' αυτόν ένα παιχνίδι (το τελευταίο που έπαιζε με το μυαλό μου), στο τέλος του οποίου υπήρχε ένα έπαθλο, η απάντηση του γρίφου της φυγής του. Εγώ, πάντως, ούτε γραμμή δεν πέταξα. Τα κράτησα όλα, στο πρώτο συρτάρι του γραφείου, όπου και ανήκουν. Και τα διάβασα. Ένα προς ένα. Και μετάνιωσα πικρά. Όχι που τα διάβασα, παρά μόνο γιατί δεν το 'κανα νωρίτερα. Μέσ' απ' αυτά ήταν λες και τον γνώρισα από μια άλλη, τελείως άλλη, οπτική γωνία. Ωμή, τσαλακωμένη απ' άκρη σ' άκρη, μ' αληθινή. Και παθιασμένη. Κυρίως, παθιασμένη, μα και πολύ οργισμένη.

Μέσ' απ' τα γραπτά του κατάλαβα και το πόσο πολύ μ' αγάπησε. Όχι όπως ήθελα κι είχα ανάγκη να μ' αγαπήσει. Ούτε όπως ήξερε ή μπορούσε. Παρά μόνο όπως το 'θελε αυτός να μ' αγαπήσει. Όσα μού 'δωσε, καλά ή κακά, όμορφα ή άσχημα, μου τα 'δωσε επειδή ο ίδιος ήθελε να μου τα δώσει: όχι επειδή του τα γύρεψα, όχι επειδή μου τα χρώσταγε ή τον ανάγκασε κανείς. Έτσι έμαθα να τον αγαπώ κι εγώ από μια νέα οπτική. Πάντα στη ζωή μου αγαπούσα με τύψεις, ένιωθα ότι η αγάπη είναι κάτι το ιερό και πρέπει να μένει αμόλυντη από εγωισμούς. Κι έτσι τα 'δινα όλα κι άφηνα τον άλλο να με καταβάλει ολοκληρωτικά, έτσι που όταν έφευγε έμενα μ' ένα κενό στην ψυχή μου με το σχήμα ενός ξένου που δεν είχα τίποτα πια για να το γεμίσω. Τα ίδια (και χειρότερα) έκανα και μ' αυτόν. Κι έτσι τώρα έμαθα με τη βοήθειά του να τον αγαπώ όσο εγώ το θέλω, όσο εγώ μου το επιτρέπω και τού 'δωσα ένα νέο σχήμα που το επέλεξα εγώ, ένα που να χωράει στην ψυχή μου (το σχήμα της άλλοτε τόσο μισητής πένας του, προς τιμήν της ειρωνείας).

"Η Ιουλιέτα μου", έγραφε (όποτε έγραφε για μένα πάντα με προσφωνούσε "Ιουλιέτα"· όταν το κατάλαβα, γέλασα με την ψυχή μου, αφού το ξέραμε καλά κι οι δυο πως ουδέποτε έστω και θα του περνούσε απ' το μυαλό να πεθάνει για μένα), "είν' ένας βάλτος λασπωμένος. Κι όσο περισσότερο την εξερευνάς, ολοένα και βουλιάζεις. Κι εσύ ούτε που παραπονιέσαι, γιατί πνίγεσαι στο άρωμά της. Μόνο ώσπου αυτό να ξεθυμάνει, όμως, γιατί τότε ξυπνάς νηφάλιος επιτέλους, μόνο για να δεις πως έχεις παγιδευτεί σε μια αιωνιότητα πνιγμένη στα λασπόνερα. Και τότε πρέπει να φύγεις όσο προλαβαίνεις, πριν σε τυλίξει πάλι με τα μαγιά της στο λήθαργο της μιζέριας της." Αυτό ήταν από τα πιο πρόσφατα. Μαντεύω ότι είχε γραφτεί λίγες μέρες προτού φύγει. Όταν το πρωτοδιάβασα, θύμωσα. Όχι που με πρόσβαλε, αλλά γιατί θεώρησα πως το άφησε επίτηδες, για να το βρω. Αλλά αργότερα ένιωσα ευγνωμοσύνη που τ' άφησε: το θεώρησα ως την εξήγηση του γιατί έφυγε, κι αυτή ήταν η μόνο εξήγηση που πήρα και ποτέ.

Σε μια από τις πρώτες σελίδες που βρήκα γραμμένη για μένα, έγραφε : "Γλυκιά μου Ιουλιέτα, σαν ένα λιβάδι από ευωδιαστά τριαντάφυλλα κι εγώ ένας τυχαίος τυχερός περαστικός που είχα την τιμή να βρεθώ ανάμεσα στ' άνθη σου και με λαιμαργία ξεκλέβω όση μπορώ από την ευωδιά τους".

Αυτό το δεύτερο με πλήγωσε πολύ περισσότερο. Θα 'ναι που δε μου πρόσφερε ποτέ του λουλούδια! Αλλά ποιον κοροϊδεύω; Αυτό που με πίκρανε είναι που ποτέ μου δεν κατάλαβα τι άλλαξε μέσα μου - και τι άλλαξε μέσα του - κι από ευωδιαστό λιβάδι κατέληξα λασπωμένος βάλτος. Άκου, "λασπωμένος"! Μα δεν τού 'πε κανείς πως είναι αδύνατον να λασπώσουν τα παρτέρια σου, τη στιγμή πού 'χεις να τα ποτίσεις χρόνια ολόκληρα;

Αυτά τα δυο χαρτιά του τα 'στειλα πίσω: δεν άντεχα τη σκέψη ότι βρίσκονται κάπου καταχωνιασμένα στα συρτάρια του γραφείου (και της ψυχής μου). Και μαζί έστειλα και μερικές λέξεις γραμμένες από μένα: «Η Ιουλιέτα σου, μια έρημος απέραντη, βασανισμένη απ' τον αιώνιό σου ήλιο που κάποτε υποσχέθηκε να την κρατά ζεστή, κι όμως το μόνο που έκανε ήταν να την τυφλώνει. Μη τη φοβάσαι όμως, και μη λυπάσαι τη μιζέρια της, γιατί ξέρει καλά πως αν υπομείνει λίγο ακόμα να βαδίζει υπό το άγρυπνο βλέμμα της ψυχρής αδιαφορίας σου, κάπου παρακάτω, θα την περιμένει μια όαση, ικανή να δροσίσει τις επί χρόνια διψασμένες κι έρημες εκτάσεις της.». Του το ταχυδρόμησα μαζί με τα χαρτιά του διαζυγίου.







Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε